Παλιότερα οι γυναίκες αγωνίζονταν διεκδικώντας τα αυτονόητα -θα έλεγε κανείς- για σήμερα δικαιώματα, όπως το δικαίωμα ψήφου. Το δικαίωμα δηλαδή να έχει φωνή και να ακούγεται. Σήμερα, γυναίκες και θηλυκότητες μάχονται για να γίνουν ορατές οι γυναικοκτονίες. Να μελετηθούν, να ερευνηθούν και να αντιμετωπιστούν ως μία διακριτή μορφή ανθρωποκτονίας με κοινωνικές προεκτάσεις.
Γράφει η Βαλάντου Γιαννακούδη
Τη Δευτέρα το βράδυ γίναμε ξανά θεατές στο ίδιο επαίσχυντο κακογραμμένο και θεμελιωδώς προβληματικό έργο. Μάρτυρες της ωμής βίας -εν προκειμένη δολοφονίας- κατά των γυναικών απλώς και μόνο επειδή τόλμησαν να γεννηθούν γυναίκες και αφού γεννήθηκαν γυναίκες τόλμησαν να έχουν το δικαίωμα της επιλογής. Το δικαίωμα να αποφασίζουν που θα βρίσκονται και με ποιον/ποιους. Το δικαίωμα να μπορούν να φεύγουν από τοξικά και βίαια περιβάλλοντα.
Κάποιοι ακόμη ενίστανται με τη χρήση του «όρου» γυναικοκτονία και τη νομική κατοχύρωσή του. Οξύμωρο θα έλεγε κανείς, τη στιγμή που «συγκλονιζόμαστε» με γυναίκες σοβαρά κακοποιημένες ως θύματα έμφυλης βίας ή ακόμη χειρότερα θρηνούμε γυναικείες υπάρξεις και θηλυκότητες, την ίδια ακριβώς στιγμή αδυνατούμε να αντικρίσουμε το πρόβλημα. Κατάματα. Αρκούμαστε σε γενικολογίες ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που επιρρίπτονται έμμεσα ευθύνες ακόμη και στο ίδιο το θύμα· «μα γιατί δεν έφευγε;», «γιατί δεν τον κατήγγειλε;», είναι μερικά από τα ερωτήματα που ακούγονται.
Αυτή η στάση μου φέρνει στο νου την έκφραση με τον ελέφαντα στο δωμάτιο. Αυτήν τη συνθήκη δηλάδη που οι άνθρωποι αποφεύγουν να συζητήσουν ένα υπαρκτό και ορατό πρόβλημα γιατί… κάπου, κάπως δυσκολεύονται. Να το εξηγήσουν; Να το παραδεχτούν; Να αναλάβουν ευθύνες; Δυσκολευόνται πάντως.
Φυσικά ο όρος «γυναικοκτονία» -όπως έχει ειπωθεί πολλάκις- δεν αποτελεί νέο απόκτημα του λεξικού. Η εμπνεύστρια της έννοιας της γυναικοκτονίας είναι η Αμερικανίδα φεμινίστρια Diana H. Russell, η οποία, το 1976 στο πρώτο Διεθνές Δικαστήριο για τα εγκλήματα κατά των γυναικών, δήλωσε: πως «επέλεξα τον νέο όρο γυναικοκτονία για να αναφερθώ στη δολοφονία γυναικών από άνδρες επειδή είναι γυναίκες». Σήμερα η «γυναικοκτονία» (femicide στα αγγλικά) είναι όρος διεθνής που έχει υιοθετηθεί από τον ΟΗΕ, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Παρακάτω παρατίθεται επακριβώς ο ορισμός της «γυναικοκτονίας» όπως αποδίδεται από τη Διοτίμα:
«Πρόκειται για ανθρωποκτονία γυναικών, από πρόθεση, επειδή είναι γυναίκες. Συνιστά ακραία μορφή έμφυλης και σεξιστικής βίας. Διαπράττεται με κίνητρο την άσκηση κοινωνικού ελέγχου στα σώματα, αλλά και τις επιλογές των γυναικών. Στην ουσία οι γυναικοκτονίες είναι εγκλήματα που στηρίζονται στις βαθιά εμπεδωμένες κοινωνικές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες οι γυναίκες πρέπει να είναι υποτελείς στην ανδρική εξουσία, ενώ δυνητικά μπορούν να «τιμωρηθούν» και να «σωφρονιστούν» μέσω της βίας. Δράστης –στην πλειοψηφία των περιπτώσεων– είναι ο (πρώην ή νυν) σύζυγος ή σύντροφος. Συνήθως ο δράστης είχε μακροχρόνια κακοποιητική συμπεριφορά απέναντι στη σύζυγο, που είναι συχνά σε θέση οικονομικής αδυναμίας. Η γυναικοκτονία συνιστά διακριτό αδίκημα που παλιότερα συγκαλύπτονταν πίσω από τον όρο «εγκλήματα τιμής» και αργότερα από τον όρο «εγκλήματα πάθους»».
Να ξεκαθαρίσουμε, όπως φαίνεται και από το παραπάνω πλαίσιο, πως δεν ορίζεται ως «γυναικοκτονία» κάθε δολοφονία γυναίκας. Δηλάδη, αν μια γυναίκα πέσει νεκρή κατά τη διάρκεια μιας βομβιστικής επίθεσης ή μιας ληστείας, δεν υπάρχει «γυναικοκτονία».
Γιατί να λέμε γυναικοκτονία;
Γυναικείες και φεμινιστικές οργανώσεις επιδιώκουν την αναγνώριση και ενσωμάτωση του όρου «γυναικοκτονία» στο νομικό πλαίσιο και γενικότερα στον δημόσιο διάλογο. Ο όρος “γυναικοκτονία” υποκινεί αγώνες για μια κοινωνική και πολιτιστική αλλαγή που απορρίπτει τη γυναικεία ανισότητα και τη βία. Η Διακήρυξη της Βιέννης του ΟΗΕ του 2013 υποστηρίζει αυτήν την προσπάθεια, δηλώνοντας ότι τέτοια φαινόμενα δεν πρέπει να γίνονται ανεκτά στην κοινωνία.
Η “γυναικοκτονία” δεν είναι μόνο ένα έγκλημα κατά της ζωής, αλλά εκφράζει την κορύφωση της έμφυλης βίας. Οι γυναίκες που πέφτουν θύματα δολοφονίας από άνδρες του οικογενειακού ή ερωτικού περιβάλλοντος είναι θύματα αποκλειστικά λόγω του φύλου τους και των συνδεδεμένων με την πατριαρχία αντιλήψεων. Η μη ονομασία αυτής της πραγματικότητας καθιστά δύσκολη την εγκαθίδρυση της αντίληψης πώς η αντιμετώπιση της γυναικείας ζωής ως ιδιοκτησίας είναι αυτή που οδηγεί στην απώλειά της.
Με άλλα λόγια, η γυναικοκτονία αποτελεί το τελευταίο στάδιο της έμφυλης βίας που έχει της ρίζες του στην πατριαρχία και συνήθως κλιμακώνεται σταδιακά ξεκινώντας από σεξιστικό μπούλινγκ, σεξουαλική παρενόχληση, βιασμό, ενδοοικογενειακή βία κα.
Η αναβάθμιση του εγκλήματος της «γυναικοκτονίας» μέσω νομοθετικής ρύθμισης, είτε ως επιβαρυντική περίπτωση ανθρωποκτονίας από πρόθεση είτε ως ιδιώνυμο έγκλημα, έχει και έναν σημαντικό κοινωνικό ρόλο.
Ο τρόπος που εκφράζουμε τις σκέψεις μας και διαμορφώνουμε τον κοινωνικό μας κόσμο μέσω της γλώσσας είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Οι λέξεις που χρησιμοποιούμε αντικατοπτρίζουν όχι μόνο τις προσωπικές μας αντιλήψεις και συναισθήματα, αλλά και τις κοινωνικές μας αξίες και πεποιθήσεις. Μέσω της χρήσης της γλώσσας μπορούμε να διαμορφώσουμε και να αλλάξουμε τον κόσμο μας, προάγοντας πιο δίκαιες και ασφαλείς κοινωνίες.
Για να μπορέσει να γίνει το επόμενο βήμα προς την ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος, είναι αναγκαίο να τη πούμε με το όνομά της, γυναικοκτονία.
Δείτε επίσης: Άγιοι Ανάργυροι: Η 28χρονη είχε μείνει έγκυος – Απέβαλε από επίθεση του θύτη