Η έρευνα του ΚΕΠΕ αποκαλύπτει τις συνέπειες του πληθωρισμού στα νοικοκυριά και την αδήλωτη οικονομία που επηρεάζει τα φτωχότερα στρώματα.
Αυτό συμπεραίνουν βάσει επεξεργασίας οικονομικών δεδομένων οι συντάκτες έρευνας του ΚΕΠΕ με θέμα εκτίμηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή για τα νοικοκυριά βάσει του εισοδήματός τους. Όπως επισημαίνεται στην έρευνα, το είδος και η ποσότητα των αγαθών που καταναλώνουν τα νοικοκυριά διαφοροποιείται βάσει του εισοδήματος, των χαρακτηριστικών, αλλά και του κοινωνικού στάτους. Ακριβώς λόγω αυτών των διαφορών οι επιπτώσεις του πληθωρισμού δεν είναι οι ίδιες σε όλα τα νοικοκυριά.
Επίσης, διερευνήθηκε η κατ’ αρχήν εκτίμηση του πλήθους των νοικοκυριών που εμφανίζουν δαπάνες που υπερβαίνουν το εισόδημά τους, η ανάλυση των χαρακτηριστικών αυτών των νοικοκυριών και η εκτίμηση του βαθμού υπέρβασης. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι η άνοδος των τιμών προκαλεί μείωση του όγκου της κατανάλωσης για κάποια αγαθά, επομένως, ακόμα και στην περίπτωση που η δαπάνη για το συγκεκριμένο αγαθό παραμένει σταθερή, το νοικοκυριό αντιμετωπίζει απώλεια ευημερίας λόγω της μειωμένης κατανάλωσης.
Επίσης, το ύψος των δανειακών υποχρεώσεων αλλά και τα χαρακτηριστικά των δανείων (π.χ. σε σταθερό ή κυμαινόμενο επιτόκιο), σε συνδυασμό με τη μεταβολή του εισοδήματος, παίζουν καθοριστικό ρόλο. Τέλος, οι επιπτώσεις του πληθωρισμού στον πλούτο των νοικοκυριών (κυρίως στην αξία της ακίνητης περιουσίας) επηρεάζουν το τελικό επίπεδο ευημερίας.
Με δεδομένους τους παραπάνω περιορισμούς, τα κύρια συμπεράσματα που προκύπτουν από την ανάλυση μπορούν να κωδικοποιηθούν ως εξής: (α) Η μεταβολή του ΔΤΚ των επιμέρους εισοδηματικών κατηγοριών ακολουθεί τις αντίστοιχες του Γενικού ΔΤΚ. Δηλαδή, από το τέταρτο τρίμηνο του 2021 παρατηρείται μια σημαντική αύξηση των τιμών, η οποία χαρακτηρίζει όλες τις εισοδηματικές κατηγορίες. (β) Η σωρευτική αύξηση τιμών που αντιμετώπισε το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών ήταν υψηλότερη από τον μέσο όρο. Ειδικότερα, την περίοδο 2020-2022, το μέσο επίπεδο των τιμών για το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών είχε αυξηθεί κατά 15,6% έναντι 14,7% του μέσου όρου.
(γ) Το αντίθετο ισχύει για το πλουσιότερο 20% και 10% των νοικοκυριών. Η σωρευτική αύξηση των τιμών την περίοδο 2020-2022 διαμορφώθηκε σε 13,7% και 13,1%, αντίστοιχα, ενώ από το 2020 έως και το 2023 ο ΔΤΚ των πλουσιότερων νοικοκυριών υπολείπεται του μέσου όρου. (δ) Με εξαίρεση το 2022, το εύρος των αποκλίσεων του ΔΤΚ μεταξύ φτωχότερων και πλουσιότερων νοικοκυριών δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλο, αλλά η πληθωριστική κρίση του 2021-22 είχε ως αποτέλεσμα από το τέταρτο τρίμηνο του 2021 και μετά ο ΔΤΚ των φτωχότερων να κινείται σταθερά άνω του μέσου όρου χωρίς να διαφαίνονται τάσεις σύγκλισης.
(ε) Η απόκλιση του ΔΤΚ των πλουσίων από τον μέσο όρο είναι σημαντικότερη και εμμένουσα, ενώ το πληθωριστικό σοκ της περιόδου 2021-2022 είχε ως αποτέλεσμα την περαιτέρω διεύρυνση της απόκλισης. Αντίστοιχα, σε ό,τι αφορά τις δαπάνες των νοικοκυριών που δεν αντικρίζονται από τρέχοντα έσοδα, τα βασικά συμπεράσματα της ανάλυσης μπορούν να κωδικοποιηθούν ως εξής: (α) Το 2022 το 40,9% των νοικοκυριών είχε δαπάνες που υπερβαίνουν το εισόδημά του. Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις πως τμήμα του φαινομένου οφείλεται στην απόκρυψη εισοδημάτων για λόγους φοροδιαφυγής.
Εν κατακλείδι, οι άμεσες επιδράσεις του πληθωριστικού σοκ ήταν αρνητικές για τα φτωχότερα νοικοκυριά αλλά κυρίως δημιούργησαν προϋποθέσεις περαιτέρω διεύρυνσης της οικονομικής ανισότητας. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η κύρια πηγή των αυξήσεων προέρχεται από τα τρόφιμα και την ενέργεια, η έμφαση πρέπει να προσανατολιστεί σε αυτά τα πεδία.
Καταληκτικά, τα μέτρα ελέγχου των τιμών παραμένουν σημαντικά, δεδομένου ότι το σημαντικό ποσοστό υπέρβασης των δαπανών υποδηλώνει πως οι παρεμβάσεις πρέπει να επεκταθούν και στη στήριξη των πραγματικών εισοδημάτων.