Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) συνέστησε στις ρουμανικές αρχές να ξεκινήσουν μια σταθερή δημοσιονομική εξυγίανση, η οποία θα υποστηρίζεται από μέτρα υψηλής ποιότητας, τη βελτίωση του μείγματος των μακροοικονομικών πολιτικών, τον εκσυγχρονισμό της διαχείρισης των εσόδων και τη βελτίωση της αποδοτικότητας των δαπανών και την επανεξέταση του νέου νόμου περί συνταξιοδότησης για την εξισορρόπηση των κοινωνικών αναγκών και της δημοσιονομικής βιωσιμότητας.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ,ο ρυθμός ανάπτυξης της ρουμανικής οικονομίας αναμένεται να παραμείνει γύρω στο 4% το τρέχον έτος και να επιβραδυνθεί στο 3% μεσοπρόθεσμα.
«Η οικονομική δραστηριότητα θα συνεχίσει να “καθοδηγείται” από την κατανάλωση, συνοδευόμενη από αυξημένο πληθωρισμό και έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών που υπερβαίνει το 5% του ΑΕΠ την περίοδο 2019-2020. Ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να επιβραδυνθεί, καθώς οι παραγωγικές επενδύσεις έχουν αποδυναμωθεί εν μέσω κάμψης στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ενώ η δημοσιονομική ώθηση εξασθενεί με την πάροδο του χρόνου» αναφέρεται χαρακτηριστικά σε έκθεση του οργανισμού.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, ο βασικός κίνδυνος στην εσωτερική “σκηνή” είναι «η περαιτέρω αύξηση της ευπάθειας που προκαλείται από τις διαταραχές της πολιτικής σκηνής». Οπως αναφέρεται στην έκθεση του οργανισμού, «υπάρχουν κίνδυνοι επιστροφής στις διαρθρωτικές πολιτικές, που θα μπορούσαν να μειώσουν περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα της Ρουμανίας.
Επί του παρόντος, ο νέος νόμος περί συντάξεων (που υιοθετήθηκε τον Ιούνιο του 2019) αποτελεί σημαντικό (μεσοπρόθεσμο) κίνδυνο για τη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Ο βασικός εξωτερικός κίνδυνος είναι η εντονότερη επιβράδυνση της εξωτερικής επιβράδυνσης, η οποία θα επιδεινώσει ακόμη περισσότερο το ήδη μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και θα αυξήσει τις πιέσεις χρηματοδότησης».
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι πρωτοβουλίες διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων απαιτούν επανέναρξη, προκειμένου να αρθούν οι πιο δεσμευτικοί περιορισμοί στις επενδυτικές και μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης. Οι δημόσιες επενδύσεις πρέπει να αυξηθούν, εστιάζοντας στις δημόσιες υποδομές και στην αποτελεσματικότερη απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων.