Χιλιάδες γερμανοί συνταξιούχοι καλούνται να τα βγάλουν πέρα με 517 ευρώ σύνταξη το μήνα, ακόμη και μετά από 35 χρόνια δουλειάς. Την αδικία αυτή επιχειρούν να διορθώσουν οι συγκυβερνώντες Σοσιαλδημοκράτες. Μπλόκο από CDU.
Μπορεί σε μια πλούσια χώρα όπως τη Γερμανία να ακούγεται παράδοξο, ωστόσο είναι γεγονός: μια «κακή» θέση εργασίας αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο της φτώχειας, ειδικά σε μεγαλύτερη ηλικία. Με άλλα λόγια: όποιος έχει 35 εργάσιμα έτη με αντίστοιχες εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία στη Γερμανία, αλλά με απολαβές που δεν ξεπερνούν τον κατώτατο μισθό, δεν θα πρέπει να αναμένει σύνταξη μεγαλύτερη των 517 ευρώ μηνιαίως, σύμφωνα με το γερμανικό υπουργείο Εργασίας.
Τα χρήματα αυτά φυσικά και δεν αρκούν για να ζήσει κανείς σε μια από τις ακριβές μεγαλουπόλεις, όπως το Μόναχο, τη Στουτγάρδη ή τη Φρανκφούρτη. Το εξαιρετικά μικρό αυτό ποσό περιμένει περίπου 4,2 εκατομμύρια εργαζόμενους που θα βγουν τα επόμενα χρόνια στη σύνταξη στη Γερμανία. Πόσο δίκαιο όμως είναι αυτό σε μια χώρα όπου τα ιδιωτικά περιουσιακά στοιχεία των πολιτών άγγιξαν πέρσι τα 6 τρισεκατομμύρια ευρώ;
Η εισαγωγή βασικής σύνταξης που προβλέπεται στη συμφωνία κυβερνητικής συνεργασίας που συνήψαν πέρσι Χριστιανοδημοκράτες, Χριστιανοκοινωνιστές και Σοσιαλδημοκράτες έχει στόχο να διασφαλίσει στους χαμηλοσυνταξιούχους μια πιο αξιοπρεπή διαβίωση. Μετά από 35 εργάσιμα χρόνια θα πρέπει να καταβάλλεται μια κατώτατη εγγυημένη σύνταξη που να βρίσκεται τουλάχιστον 10% πάνω από το ελάχιστο όριο διαβίωσης.
Η πρόταση του SPD και το συντηρητικό μπλόκο
Με την πρόταση που κατέθεσε προ ημερών για τη μορφή που θα μπορούσε να έχει αυτό το δίχτυ ασφαλείας, ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εργασίας Χουμπέρτους Χάιλ έδωσε το έναυσμα για να ξεκινήσει ένας ευρύτερος δημόσιος διάλογος στη Γερμανία. Πυρήνας της πρότασής του είναι να διασφαλιστεί ότι κάθε εργαζόμενος θα έχει τουλάχιστον 900 ευρώ στη διάθεσή του μηνιαίως, εφόσον βέβαια έχει συμπληρώσει τα απαιτούμενα συντάξιμα.
Η κατώτατη αυτή εγγυημένη σύνταξη μάλιστα θα καταβάλλεται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλα εισοδηματικά κριτήρια, προκειμένου να περιοριστεί η γραφειοκρατία. Το κόστος των προτάσεών του ανέρχεται σε μονοψήφιο αριθμό δισεκατομμυρίων, όπως διευκρίνισε ο ίδιος.
Οργανώσεις αρωγής, συνδικάτα, εν μέρει ακόμη και το κόμμα της Αριστεράς χαιρέτισαν τις προτάσεις του σοσιαλδημοκράτη υπουργού. Λιγότερο ενθουσιώδεις, αντίθετα, ήταν οι αντιδράσεις του κυβερνητικού εταίρου, της Χριστιανικής Ένωσης, που διαμηνύει ότι δεν προτίθεται να συνυπογράψει μια «δαπανηρή συνταξιοδοτική πολιτική».
Το συντηρητικό στρατόπεδο υπενθύμισε μάλιστα στον μικρότερο εταίρο ότι η κυβερνητική συμφωνία κάνει μεν αναφορά στη βασική σύνταξη, όχι όμως και σε μια άνευ όρων καταβολή συντάξεων χωρίς μάλιστα προηγούμενο έλεγχο των πραγματικών αναγκών των ενδιαφερομένων.
Πιο αποτελεσματική η αύξηση των μισθών
Βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση χαρακτηρίζει τις προτάσεις του υπουργού Εργασίας ο Γιοχάνες Γκάιερ, ειδικός σε θέματα συντάξεων από το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW), προειδοποιώντας όμως να μην καλλιεργούνται υπερβολικές προσδοκίες.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το καλύτερο και πιο αποτελεσματικό όπλο για την καταπολέμηση της φτώχειας στην τρίτη ηλικία ήταν και παραμένει η καταβολή υψηλών μισθών προκειμένου να είναι αντίστοιχα υψηλές και οι εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία. «Η βασική σύνταξη είναι τρόπον τινά το συνεργείο. Όταν προηγουμένως όλα πήγαν στραβά στον επαγγελματικό βίο, τότε μπορείς με τη βασική σύνταξη να προχωρήσεις σε ορισμένες διορθώσεις».
Με την ανάγνωση αυτή συμφωνεί σε γενικές γραμμές και ο Ούλριχ Σνάιντερ, επίσης ειδικός σε θέματα συντάξεων. Για να αντιμετωπιστεί η εντεινόμενη φτώχεια στην τρίτη ηλικία, όπως λέει, απαιτείται μια διπλή στρατηγική: πέρα από τις απαραίτητες διορθώσεις στις συντάξεις θα πρέπει να γίνουν σημαντικές αλλαγές και στη μισθολογική πολιτική εν γένει.
Στο πλαίσιο αυτό ο ίδιος ζητά να αυξηθεί το κατώτατο ωρομίσθιο από εννέα περίπου ευρώ σήμερα, σε τουλάχιστον 12-13 ευρώ. Λόγω των σθεναρών αντιδράσεων της CDU/CSU πάντως, ο Ούλριχ Σνάιντερ θεωρεί μάλλον απίθανη την εισαγωγή μιας βασικής σύνταξης από την νυν συγκυβέρνηση.