Αν η Βρετανία αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς συμφωνία στις 31 Οκτωβρίου, το γεγονός αυτό θα εγείρει αναπόφευκτα το ζήτημα του σχεδιασμού μιας μελλοντικής ένωσης της Ιρλανδίας με τη Βόρεια Ιρλανδία, υποστήριξε χθες το βράδυ ο Ιρλανδός πρωθυπουργός Λίο Βαράντκαρ, προειδοποιώντας παράλληλα ότι ένα λεγόμενο σκληρό Brexit μπορεί να υπονομεύσει τη θέση της Σκωτίας στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Οι δηλώσεις αυτές που έκανε χθες ο Βαράντκαρ προκάλεσαν επίσης μια έντονη επίπληξη από το μεγαλύτερο κόμμα της Βόρειας Ιρλανδίας, το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (DUP), το μέλος του οποίου στο βρετανικό κοινοβούλιο, ο Ίαν Πέισλι, δήλωσε ότι η γλώσσα που χρησιμοποίησε η ιρλανδική κυβέρνηση “δεν είναι βοηθητική” και είναι “άνευ λόγου επιθετική”.
Όταν ρωτήθηκε αν η ιρλανδική κυβέρνηση σκοπεύει να ξεκινήσει τον σχεδιασμό για μια ενωμένη Ιρλανδία, ο Βαράντκαρ απάντησε αρνητικά, τονίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να θεωρηθεί προκλητική ενέργεια από τους ενωτικούς της Βόρειας Ιρλανδίας.
«Όμως, στην περίπτωση ενός σκληρού Brexit, όντως εγείρονται τέτοια ζητήματα»
“Αν η Βρετανία βγάλει τη Βόρεια Ιρλανδία από την Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά την επιθυμία της πλειοψηφίας του λαού της Βόρειας Ιρλανδίας -κάτι που τους αφαιρεί την ευρωπαϊκή υπηκοότητα και υπονομεύει τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής- εγείρονται τέτοια ερωτήματα, είτε μας αρέσει, είτε όχι”, συνέχισε ο Ιρλανδός πρωθυπουργός, στην ομιλία του στο συνέδριο της Θερινής Σχολής ΜακΓκιλ, στο Γκλέντις.
«Θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι για κάτι τέτοιο»
Στο δημοψήφισμα που έγινε το 2016 στο Ηνωμένο Βασίλειο, το 56% των ψηφοφόρων στη Βόρεια Ιρλανδία ψήφισε υπέρ της παραμονής στην ΕΕ.
Περισσότεροι από 3.600 άνθρωποι σκοτώθηκαν στις ταραχές, που κράτησαν 30 χρόνια, μεταξύ των Ιρλανδών εθνικιστών (καθολικών) από τη μια, που διεκδικούσαν μια ενιαία Ιρλανδία, και των “ενωτικών” (προτεσταντών) και των βρετανικών δυνάμεων ασφαλείας από την άλλη.
Η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής του 1998, με την οποία τερματίστηκαν αυτές οι συγκρούσεις, προβλέπει τη διενέργεια δημοψηφισμάτων και από τις δύο πλευρές των συνόρων για την ένωση του νησιού, εφόσον το Λονδίνο και το Δουβλίνο θεωρήσουν ότι υπάρχει επαρκής στήριξη από τους ψηφοφόρους. Η βρετανική κυβέρνηση έχει αποσαφηνίσει ότι δεν πιστεύει ότι τώρα ισχύει κάτι τέτοιο.
Ο Βαράντκαρ άφησε επίσης να εννοηθεί ότι οι ψηφοφόροι στην Σκωτία, οι οποίοι ψήφισαν σε ποσοστό 62% στο δημοψήφισμα του 2016 για την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ, μπορεί να δώσουν μια νέα ώθηση για ανεξαρτησία.
“Η ειρωνία είναι ότι ένα από τα πράγματα που θα μπορούσαν πραγματικά να υπονομεύσουν την ένωση –το Ηνωμένο Βασίλειο– είναι ένα σκληρό Brexit, τόσο για τη Βόρεια Ιρλανδία όσο και για τη Σκωτία. Ωστόσο αυτό είναι ένα πρόβλημα που θα πρέπει αυτοί να αντιμετωπίσουν”, σημείωσε ο Ιρλανδός πρωθυπουργός.
Ο Βαράντκαρ είπε επίσης ότι θα χρειαστεί να συναντηθεί με τον νέο πρωθυπουργό της Βρετανίας, τον Μπόρις Τζόνσον, για να καταλάβει ποιες είναι οι “πραγματικές κόκκινες γραμμές” του για το Brexit. Σημείωσε ότι το Δουβλίνο έχει αποδείξει στο παρελθόν ότι μπορεί να δείξει ευελιξία.
Νωρίτερα χθες, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της Ιρλανδίας Σάιμον Κόβενι είπε ότι η προσέγγιση που ακολουθεί ο Τζόνσον στο θέμα του Brexit “δεν βοηθά καθόλου” και τον κατηγόρησε ότι θέτει “εκ προθέσεως” το Ηνωμένο Βασίλειο “σε μια πορεία μετωπικής σύγκρουσης” με την Ευρωπαϊκή Ένωση.