Η κινεζική οικονομία και οι εμπορικές σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ στο επίκεντρο του φετινού Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός. Θα επιλυθεί ποτέ αυτή η οικονομική διαμάχη; Και ποιος τελικά φοβάται ποιον;
Εδώ και ένα χρόνο ο οικονομικός κόσμος παρακολουθεί εναγωνίως τις εξελίξεις στο πεδίο της εμπορικής διαμάχης που έχει ξεσπάσει μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ. Οι δύο οικονομικές υπερδυνάμεις προσπαθούν να καταλήξουν σε συμβιβαστική λύση. Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός μέχρι πρόσφατα φάνταζε ως το ιδανικό φόρουμ για τέτοιους συμβιβασμούς. Ωστόσο ο Ντόναλντ Τραμπ και το επιτελείο του ακύρωσαν τελευταία στιγμή το ταξίδι, παρουσιάζοντας ως λόγο τα προβλήματα που έχει προκαλέσει το shutdown στις ΗΠΑ. Από την άλλη πλευρά η Κίνα κατέφθασε φέτος στο Νταβός με τη μεγαλύτερη αντιπροσωπεία που είχε ποτέ στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ εδώ και 40 χρόνια. Της κινεζικής αντιπροσωπείας ηγείται ο αντιπρόεδρος της χώρας Γουάνγκ Κισάν, ο οποίος στην ομιλία του επέλεξε να υπογραμμίσει την προσήλωση της Κίνας στο ελεύθερο εμπόριο, την ανοιχτή αγορά και τη διεθνή συνεργασία. «Πρέπει να δουλέψουμε όλοι μαζί για να μεγαλώσουμε την παγκόσμια πίτα και να μοιράσουμε πιο δίκαια τα κομμάτια της» είπε χαρακτηριστικά.
Η άνοδος της κινεζικής μεσαίας τάξης
Στην ουσία αυτό που έκανε ο Γουάνγκ Κισάν στο Νταβός ήταν να συνεχίσει τη γραμμή που χάραξε πριν δύο χρόνια στο ίδιο φόρουμ ο πρόεδρος Σι Ζινπίνγκ, όταν τάχθηκε υπέρ του ελεύθερου εμπορίου. Τότε ο Κινέζος πρόεδρος απέσπασε διεθνείς επαίνους. Ωστόσο έκτοτε έχει ξεσπάσει εμπορικός πόλεμος με τις ΗΠΑ. Η στάση της Δύσης έναντι της κινεζικής οικονομίας έχει αλλάξει. Ολοένα συχνότερα ακούγεται ότι η Κίνα προσπαθεί να προστατεύσει την οικονομία της από την ξένη διείσδυση, ιδίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Είναι γεγονός ότι η ανερχόμενη μεσαία τάξη στην Κίνα έκανε πολλές επιχειρήσεις να στρέψουν το ενδιαφέρον τους στην κινεζική αγορά. Για παράδειγμα η γερμανική Volkswagen πουλάει κάθε δεύτερο αυτοκίνητο που παράγει στην κινεζική αγορά. Και οι ΗΠΑ πλέον δεν θέλουν απλώς να παράγουν φθηνά τα προϊόντα τους στην Κίνα για να τα διαθέτουν στη διεθνή αγορά, αλλά ενδιαφέρονται να αποκτήσουν πλέον μερίδιο και στην εσωτερική, κινεζική αγορά. Σύμφωνα με τον οικονομολόγο Ραγκουράμ Ρατζάν από την Bank of International Settlements πολλές δυτικές εταιρείες θέλουν να εισέλθουν στην κινεζική αγορά αλλά βλέπουν ότι η Κίνα υψώνει πλέον κάποια εμπόδια. Από την άλλη πλευρά πολλές κινεζικές εταιρείες έχουν εξελιχθεί σε διεθνείς κολοσσούς, όπως η Huawei στον τομέα των τηλεπικοινωνιών ή η Sinochem στον τομέα της χημικής βιομηχανίας και προσπαθούν να εισέλθουν σε ξένες αγορά δυναμικά.
Εμπορικός «ψυχρός πόλεμος» μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ;
Ο Νινγκ Γκαονίνγκ, διευθύνων σύμβουλος της Sinochem, αναφέρει ότι τα προηγούμενα χρόνια ήταν πιο εύκολη η εξαγορά εταιρειών στις ΗΠΑ, αλλά πλέον όχι. «Οι Κινέζοι έχουν μπερδευτεί. Πίστευαν ότι θα ήταν καλοδεχούμενοι να επενδύσουν σε άλλες χώρες, αλλά πλέον συνειδητοποιούν ότι δεν είναι καθόλου ευπρόσδεκτοι. Η κινεζική οικονομία άκμασε τις τελευταίες δεκαετίες επειδή υποδέχθηκε ξένες επενδύσεις από όλο τον κόσμο. Πίστευαν ότι θα συμβεί το ίδιο και γι’ αυτούς στο εξωτερικό. Δεν συμβαίνει όμως σήμερα αυτό» παρατηρεί ο ίδιος.Η Γερμανία για παράδειγμα έχει ήδη θεσμοθετήσει νόμους που θέτουν περιορισμούς στις κινεζικές εξαγορές γερμανικών εταιρειών.
Η Ευρώπη από την άλλη φαντάζει αδύναμη μπροστά στην Κίνα σε πολλούς τομείς, όπως η υψηλή τεχνολογία και η τεχνητή νοημοσύνη, σύμφωνα με πρόσφατες εκθέσεις ανταγωνιστικότητας. «Καμία από τις 10 κορυφαίες εταιρείες υψηλής τεχνολογίας δεν βρίσκεται στην Ευρώπη, οι κυρίαρχοι όμιλοι προέρχονται από τις ΗΠΑ και την Κίνα» ανέφερε στη DW η Μαρτίνα Λάρκινα από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ. Η πολιτική και εμπορική διαμάχη με την Κίνα αφορά κυρίως τον τομέα των νέων τεχνολογιών, την υπεροχή στη διεθνή αγορά, τις θέσεις εργασίας. Η Ευρώπη φαίνεται πάντως πιο έτοιμη για έναν διάλογο με την Κίνα απ’ ό,τι οι ΗΠΑ. Κι όπως εκτιμά ο Στέφαν Σβάρτσμαν από την επενδυτική εταιρία Blackstone σίγουρα στο μέλλον κάποια από τα νυν υπάρχοντα εμπορικά εμπόδια προς την Κίνα θα αρθούν, ωστόσο αυτή η διαδικασία, εκτιμά ο ίδιος, θα διαρκέσει επί μακρόν.
Πηγή: DW