Δεν ήμουν καθόλου χαρούμενος με τον διορισμό του Τζον Μπόλτον ως συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας. Τώρα που αποπέμφθηκε όμως (ή παραιτήθηκε), έχω περισσότερες επιφυλάξεις απ’ ό,τι περίμενα.
Από ορισμένες απόψεις ήταν όσο κακός περίμενα, από άλλες όμως ασκούσε έλεγχο σε έναν παρορμητικό πρόεδρο. Αν ο αντικαταστάτης του είναι ένας yes-man, το αποτέλεσμα μπορεί να αποδειχθεί χειρότερο.
Όταν ανακοινώθηκε ο διορισμός του Μπόλτον τον Μάρτιο του 2018, έγραψα ότι είναι ένας άνθρωπος με αλλεργία για τις διεθνείς συνθήκες και οργανισμούς, που υποστηρίζει προληπτικούς πολέμους κατά του Ιράν και της Βόρειας Κορέας.
Είχα δίκιο να ανησυχώ ότι επί Μπόλτον η αμερικανική εξωτερική πολιτική θα γινόταν πιο χαώδης. Ο Μπόλτον περιφρονούσε τις προσπάθειες του προκατόχου του να συνεννοείται με άλλες υπηρεσίες. Περιθωριοποίησε άλλους αξιωματούχους, με την ελπίδα ότι θα επηρέαζε μόνο αυτός τις αποφάσεις του προέδρου. Τι ειρωνεία λοιπόν να αποκλειστεί ο ίδιος από τις αποφάσεις για τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τους Ταλιμπάν…
Η διαφωνία του με τις διαπραγματεύσεις αυτές λέγεται ότι εξόργισε τον Τραμπ. Κι όμως είχε δίκιο να δυσπιστεί για μια συμφωνία που θα οδηγούσε στην αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων με αντάλλαγμα κάποιες κούφιες υποσχέσεις των Ταλιμπάν ότι θα έδειχναν καλή διαγωγή. Ακόμη κι ο Τραμπ φαίνεται να το αναγνωρίζει τώρα, εγκαταλείποντας – προς το παρόν τουλάχιστον – τις διαπραγματεύσεις επειδή οι Ταλιμπάν δεν σταματούν τις επιθέσεις τους.
Ο Μπόλτον είχε δίκιο επίσης να έχει επιφυλάξεις για τις ειρηνευτικές συνομιλίες με τη Βόρεια Κορέα. Αντίθετα με τον Τραμπ, δεν αγάπησε ποτέ τον βορειοκορεάτη δικτάτορα Κιμ Γιονγκ Ουν. Ο Μπόλτον έπαιξε σημαντικό ρόλο στη σύνοδο του περασμένου Φεβρουαρίου στο Ανόι, πείθοντας τον Τραμπ να μη δεχθεί μια πολύ κακή συμφωνία που προέβλεπε το κλείσιμο μόνο μιας από τις πολλές πυρηνικές εγκαταστάσεις της Βόρειας Κορέας με αντάλλαγμα την άρση των κυρώσεων εναντίον της. Ορθώς επίσης επέμενε ότι οι πυρηνικές δοκιμές της Πιονγκγιάνγκ απειλούν την Ουάσινγκτον και τους συμμάχους της.
Ο Μπόλτον έπαιξε έναν πιο αποσταθεροποιητικό και επικίνδυνο ρόλο στο ζήτημα του Ιράν. Ο προκάτοχός του, ο Χ.Ρ.Μακμάστερ, είχε πείσει τον Τραμπ να σεβαστεί την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, καθώς τη σεβόταν και η Τεχεράνη. Μέσα σε έναν μήνα όμως από τον διορισμό του Μπόλτον, ο αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε την αποχώρηση της χώρας του από τη συμφωνία, για να ακολουθήσει η μονομερής επιβολή κυρώσεων.
Ο Τραμπ φαίνεται να περίμενε ότι οι αμερικανικές πιέσεις θα ανάγκαζαν το Ιράν να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να δεχθεί μια ακόμη πιο αυστηρή συμφωνία. Αντί γι’αυτό, το Ιράν έγινε πιο επιθετικό, τόσο στον Κόλπο, όσο και στη Συρία, το Ιράκ, τον Λίβανο και την Υεμένη. Και το χειρότερο απ’όλα είναι ότι αποφάσισε να κλιμακώσει τον εμπλουτισμό ουρανίου.
Όταν το Ιράν κατέρριψε ένα αμερικανικό drone, τον περασμένο Ιούνιο, η απειλή του πολέμου ήρθε πιο κοντά. Ο Τραμπ διέταξε αεροπορικές επιθέσεις, αλλά γρήγορα άλλαξε γνώμη. Και αυτό ήταν μια αποδοκιμασία για τον Μπόλτον, ο οποίος υποστήριζε την πιο σκληρή δυνατή δράση.
«Αν ήταν στο χέρι του Τζον, σήμερα θα ήμασταν αναμιγμένοι σε τέσσερις πολέμους», φέρεται να είπε ο Τραμπ σε συνεργάτες του. Μετά την υποχώρηση της πολεμικής απειλής, ο αμερικανός πρόεδρος θέλει τώρα να συνομιλήσει με τον ιρανό πρόεδρο Χασάν Ροχανί, ενώ δεν αποκλείει ακόμη και τη χρηματοδότηση του Ιράν. Μια τέτοια στρατηγική βρίσκει ριζικά αντίθετα τον Μπόλτον.
Οι συμβουλές του Μπόλτον δεν οδήγησαν ούτε στη γρήγορη νίκη που περίμενε ο Τραμπ στη Βενεζουέλα. Ο αμερικανός πρόεδρος υποστήριξε ένθερμα το πραξικόπημα εναντίον του Νικολάς Μαδούρο, όταν όμως η εξέγερση απέτυχε έχασε γρήγορα τόσο την υπομονή του όσο και το ενδιαφέρον του. Τώρα φαίνεται πως έχασε την υπομονή του και με τον Μπόλτον, στον οποίο καταλογίζει την ευθύνη για την αποτυχία στη Βενεζουέλα – και στο Ιράν.
Ο Μπόλτον έκανε πολλά λάθη – όπως είχαν προβλέψει οι επικριτές του -, αλλά δεν είναι δική του η ευθύνη για την αποτυχία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής τους τελευταίους 17 μήνες. Αν ο Τραμπ θέλει να βρει τον πραγματικό υπεύθυνο, πρέπει να κοιταχτεί στον καθρέφτη.
(*) Ο Μαξ Μπουτ είναι αρθρογράφος της Washington Post