Τη δεκαετία του 90 οι Βόσνιοι έγιναν πρόσφυγες εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Σήμερα κάποιοι εξ αυτών ζητούν από τη χώρα τους να συμπεριφερθεί κι αυτή στους Σύρους πρόσφυγες με σεβασμό.
Η Φουάντα Χάτκιτς θυμάται ακόμη τη φυγή της από τη Βοσνία. Όταν έφτασε το Νοέμβριο του 1993 στην Ελβετία από τη χώρα της λόγω του αιματηρού πολέμου ήταν τραυματισμένη, σωματικά και ψυχικά. Γεννήθηκε στο Τέσλιτς, μια μικρή πόλη στη Σερβική Δημοκρατία της βόρειας Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.
Πριν από 25 χρόνια αναγκάστηκε να πάρει το δρόμο της προσφυγιάς με την τεσσάρων μηνών κόρη της. Ήταν τυχερή. Κατάφερε να φτάσει σώα στην Ελβετία περνώντας από τη Σερβία, την Ουγγαρία, την Αυστρία και την Ελβετία. «Πολλοί συμπολίτες μου δεν επιβίωσαν στην ίδια διαδρομή» θυμάται η ίδια. Στην Ελβετία ξεκίνησε μια νέα ζωή ως παιδαγωγός.
Σήμερα δηλώνει σοκαρισμένη από τον τρόπο που η πατρίδα της, η Βοσνία, συμπεριφέρεται στους νέους πρόσφυγες που φτάνουν εκεί κυρίως από τη Συρία αλλά και αλλού. Νιώθει ντροπή για την πολιτική στάση της Βοσνίας απέναντι στους πρόσφυγες αλλά και για την συμπεριφορά πολλών συμπατριωτών της.
Πρόσφατα αποφάσισε να ξεκινήσει με την κόρη της Αμίλα και τον Αυστριακό μπλόγκερ Κρίστοφ Μπαουμγκάρτεν μια διαδικτυακή πρωτοβουλία με το όνομα «Γιατί είμαστε άνθρωποι» (Το hashtag στα βοσνιακά είναι #Jersmoljudi).
Mε ανοιχτή επιστολή καλούν την βοσνιακή κυβέρνηση και τους πολιτικούς στη χώρα να βάλουν τέρμα στην ξενοφοβία και να δεχθούν τους πρόσφυγες. «Εσείς επιτρέπετε να στρέφονται κατά αυτών των ανθρώπων. Να θεωρούνται κλέφτες, κίνδυνος για τη Βοσνία και κάτι για το οποίο θα πρέπει να φοβόμαστε» γράφουν οι τρεις τους στην επιστολή.
Πρόσφυγες παγιδευμένοι στη Βοσνία
Η Χάτκιτς θέλει με αυτήν την πρωτοβουλία να ευαισθητοποιήσει τους συμπολίτες της για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες που φτάνουν πλέον στη Βοσνία από τη Συρία και άλλες χώρες. Για τους 7000 πρόσφυγες που έφτασαν φέτος στη χώρα, η παραμονή τους εδώ δεν διευκολύνει τη ζωή τους. Το αντίθετο.
Πολλοί από τους νεοαφιχθέντες μένουν στους δρόμους, συχνά χωρίς ίχνος περίθαλψης. «Υπάρχει επισήμως ένα κέντρο φιλοξενίας προσφύγων στο Μόσταρ, που το διαχειρίζεται η κυβέρνηση, αλλά το συγκεκριμένο υπολειτουργεί» αναφέρει ο Μπαουμγκάρτεν. Στην περιοχή γύρω από το Σαράγεβο οι πρόσφυγες διαμένουν σε βοηθητικούς χώρους και υποστηρίζονται κυρίως από ανθρωπιστικές οργανώσεις.
Σίγουρα και στη Βοσνία υπάρχουν άνθρωποι και οργανώσεις που βοηθούν τους πρόσφυγες, ωστόσο δεν διαθέτουν επαρκή μέσα. Όπως σημειώνει ο αυστριακός μπλόγκερ, από την άλλη πλευρά υπάρχουν και κάποιοι αυτοσχέδιοι χώροι φιλοξενίας με σκηνές, ενώ στην περιοχή Μπίχατς εκατοντάδες άνθρωποι ζουν προσωρινά σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο.
Επίσης κινδύνους για τη ζωή των προσφύγουν εγκυμονεί η περιοχή κοντά στα σύνορα με την Κροατία, μιας και εκεί έχουν αναφερθεί κρούσματα απάνθρωπης μεταχείρισης από αστυνομικούς και συνοριοφύλακες.
Σύμφωνα με τον Μπαουμγκάρτεν όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι «παγιδευμένοι στη Βοσνία», ενώ το κλείσιμο της «βαλκανικής οδού» θα επιφέρει ακόμη μεγαλύτερες ανθρωπιστικές καταστροφές. Πάντως η ανοιχτή επιστολή δεν απευθύνεται μόνο στη βοσνιακή κυβέρνηση αλλά και στην ΕΕ. Μέχρι στιγμής την έχουν υπογράψει πάνω από 150 άτομα.
Ρεύμα υποστήριξης και μεγάλη δημοσιότητα
Το θέμα της κατάστασης των προσφύγων που παραμένουν στη Βοσνία έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις. Σε αυτό συνέβαλε και η υποστήριξη που έλαβε από το αυστριακό περιοδικό «Κοsmo», που εστιάζει στους ανθρώπους από την πρώην Γιουγκοσλαβία που ζουν σήμερα στην Αυστρία.
«Θέλουμε να μιλήσουμε για την τωρινή κατάσταση στη Βοσνία, ώστε να ακουστεί η φωνή όχι μόνο των προσφύγων που διαμένουν εκεί αλλά και των πάνω από 1000 εθελοντών που τους βοηθούν» αναφέρει η δημοσιογράφος του Kosmo Nτουσίτσα Πάβλοβιτς. «Το θέμα αυτό αφορά όχι μόνο τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη αλλά ολόκληρη την Ευρώπη και γι αυτό θέλουμε να ευαισθητοποιήσουμε τον κόσμο», συμπληρώνει ο Μάνουελ Μπάρερ, δημοσιογράφος επίσης στο αυστριακό περιοδικό.
Για την ώρα πάντως δεν υπάρχει καμία αντίδραση από την πλευρά της βοσνιακής κυβέρνησης. Ωστόσο οι συντάκτες της ανοιχτής επιστολής ευελπιστούν το θέμα να γίνει γνωστό σύντομα σε περισσότερο κόσμο και με τον τρόπο αυτό να ασκηθεί πίεση στην πολιτική ηγεσία.
Πηγή: Deutsche Welle