Στις 5 Απριλίου πρόκειται να ξεκινήσει, και δεν αποκλείεται να κρατήσει χρόνια, η εκδίκαση της μήνυσης κατά της Αυστριακής Δημοκρατίας, που είχε καταθέσει τον περασμένο μήνα το συγκυβερνών στην Αυστρία από τον Δεκέμβριο του 2017 -με το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα του καγκελάριου Σεμπάστιαν Κουρτς- ακροδεξιό εθνικιστικό Κόμμα των Ελευθέρων.
Ισχυριζόμενο ότι η Αυστριακή Δημοκρατία φέρει ευθύνες, επειδή παρατυπίες από την πλευρά των αρχών κατέστησαν αναγκαία την επανάληψη των προεδρικών εκλογών του 2016 -την οποία στην ουσία το ίδιο το Κόμμα των Ελευθέρων είχε προκαλέσει- διεκδικεί αποζημίωση ύψους 3,4 εκατομμυρίων ευρώ, για τα επιπλέον έξοδά του εξαιτίας τής επανάληψης των εκλογών.
Σε έντονη αντίδραση του, μετά την κατάθεση της μήνυσης από τους Ελεύθερους, στις αρχές Δεκεμβρίου, το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης, το Σοσιαλδημοκρατικό, είχε καταγγείλει πως συνιστά «θρασύτητα» από το Κόμμα των Ελευθέρων, «που έχει χάσει κάθε ίχνος ευπρέπειας», σε εποχές μείωσης του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και μιας σειράς μέτρων κοινωνικής αποδόμησης, να προχωρά σε νομικές ενέργειες για να γεμίσει το κομματικό ταμείο του.
Οι προεδρικές εκλογές του 2016 υπήρξαν οι πλέον παράδοξες εκλογές που έχουν διεξαχθεί στην Αυστρία μετά το 1945 με τις αναβολές τους και τις συνολικά τρεις εκλογικές αναμετρήσεις, για την εκλογή προέδρου, αλλά και με τον μεγαλύτερο σε διάρκεια στην ιστορία προεκλογικό αγώνα των δώδεκα μηνών, τον οποίο, το Κόμμα των Ελευθέρων, όπως το ίδιο κατηγορήθηκε, προσπάθησε να μετατρέψει σε μία άγρια αρένα χρησιμοποιώντας κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο.
Το ακροδεξιό εθνικιστικό Κόμμα των Ελευθέρων, μη αποδεχόμενο την ήττα του υποψηφίου του Νόρμπερτ Χόφερ, κατά τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της 22ας Μαίου 2016, είχε προσβάλει το αποτέλεσμα με προσφυγή του στο Αυστριακό Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο και ακύρωσε το αποτέλεσμα, ορίζοντας έναν τρίτο, επαναληπτικό, γύρο στις 4 Δεκεμβρίου 2016.
Στην απόφασή του, η οποία είχε αποτελέσει παγκόσμια καινοτομία και αμφισβητήθηκε από μία σειρά νομικούς, συνταγματολόγους και πολιτικούς αναλυτές, το Συνταγματικό Δικαστήριο παραδεχόταν πως «κανένας από τους μάρτυρες που εξετάστηκαν στη διάρκεια της δημόσιας προφορικής ακροαματικής διαδικασίας, δεν έδωσε το παραμικρό στοιχείο ότι υπήρξαν πραγματικές νοθείες». Τα 14 μέλη του Συνταγματικού Δικαστηρίου, αποφαίνονταν στην απόφασή τους, πως, παρά το γεγονός αυτό, έπρεπε να ακυρωθεί ο δεύτερος γύρος των εκλογών, «εξαιτίας παρατυπιών κατά την καταμέτρηση των επιστολικών ψήφων σε 14 περιφέρειες και εξαιτίας της διαβίβασης από την πλευρά του αυστριακού υπουργείου Εσωτερικών, κάποιων μεμονωμένων εκλογικών αποτελεσμάτων σε μέσα ενημέρωσης και ερευνητικά ινστιτούτα, πριν τη λήξη της εκλογικής διαδικασίας».
Οι επικριτές της απόφασης τονίζουν ακόμη και έως σήμερα, πως αυτή η απόφαση θα μπορούσε να έχει τεράστιες πολιτικές επιπτώσεις, ανοίγοντας διάπλατα τις πύλες για την προσβολή οποιασδήποτε εκλογικής διαδικασίας στο μέλλον, σε περίπτωση μη αρεστού αποτελέσματος.
Νέα προσφυγή είχε ανακοινώσει η αυστριακή Ακροδεξιά και για τον επαναληπτικό γύρο των προεδρικών εκλογών στις 4 Δεκεμβρίου 2016, κάτι που τελικά δεν αποτόλμησε, προφανώς εξαιτίας της τεράστιας διαφοράς των 7,2 μονάδων του νικητή των εκλογών και νυν ομοσπονδιακού προέδρου της Αυστρίας Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν (ποσοστό 53,8 %), έναντι του υποψήφιου των Ελευθέρων Νόρμπερτ Χόφερ (46,2 %), ο οποίος σήμερα είναι υπουργός Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση του Σεμπάστιαν Κουρτς.
Σύμφωνα με τους επικριτές εκείνης της απόφασης, το ίδιο το Συνταγματικό Δικαστήριο και ο πρόεδρος του είχαν παραδεχθεί πως, κατά την εξέταση της προσφυγής των Ελευθέρων «δεν υπήρξε ούτε η παραμικρή ένδειξη για παραποίηση του εκλογικού αποτελέσματος», και άρα το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει, όπως τόνιζαν, ότι οι παρατυπίες δεν είχαν καμία επιρροή στο αποτέλεσμα.
Εκείνος ο δεύτερος γύρος της 22ας Μαΐου, όπως επισημαίνουν έως σήμερα οι επικριτές, από το αποτέλεσμά τους υπήρξαν άψογες, το μόνο «κακό» ήταν ότι αυτό δεν ικανοποιούσε την Ακροδεξιά και η ίδια είχε βρει τότε, με τη «νομικίστικη» απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, συμμάχους για να δώσουν στον υποψήφιό της μία δεύτερη ευκαιρία, κάτι που δεν έχει προϋπάρξει στην αυστριακή ιστορία.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ