Από τον Ιανουάριο θα μπορούσε να είναι ήδη δυνατός στην Αυστρία ένας εμβολιασμός κατά του κορονοϊού, και ήδη από το τέλος αυτής της χρονιάς θα μπορούσε να υπάρξει προμήθεια 600.000 εμβολίων για 300.000 ανθρώπους, τόνισε σε σημερινό μήνυμά του ο Αυστριακός υπουργός Υγείας Ρούντολφ ‘Ανσομπερ, ο οποίος θεωρεί ότι «τα πράγματα γίνονται τώρα και πάλι σοβαρά με την έναρξη της τέταρτης φάσης» στον αγώνα κατά της πανδημίας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτή την στιγμή η προοπτική είναι καλή, προϋπόθεση ωστόσο είναι να τηρηθούν οι δεσμεύσεις των φαρμακευτικών εταιρειών και να δοθούν εγκαίρως οι εγκρίσεις για την διάθεση των εμβολίων στην αγορά, ενώ οι πρώτες παρτίδες θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τον εμβολιασμό των εργαζομένων στον τομέα της υγείας και στη νοσηλευτική, και συνολικά θα χρησιμοποιηθούν πέντε εμβόλια από διαφορετικούς κατασκευαστές.
Το καλοκαίρι θα μπορούσαν να ακολουθήσουν όλοι όσοι θέλουν επίσης να εμβολιαστούν, όμως για τον υπουργό Υγείας υπάρχουν, όπως σημείωσε, ακόμη αναπάντητες ερωτήσεις ως προς το πόσο αποτελεσματικός θα είναι ο εμβολιασμός, πόσο διαρκεί η δραστικότητά του, και πόσοι άνθρωποι θα εμβολιαστούν στην πραγματικότητα καθώς, σύμφωνα με έρευνες, το 50% θα μπορούσε να εμβολιαστεί κατά του κορονοϊού και αυτό, για τον Ρούντολφ ‘Ανσομπερ, θα ήταν ήδη μία επιτυχία.
Ο ίδιος επισήμανε στο μήνυμά του ότι μέχρι τότε, ωστόσο, μεσολαβούν ακόμη μερικοί μήνες που θα είναι ιδιαίτερα δύσκολοι, και τα μέτρα υγιεινής και η προστασία από το στόμα και τη μύτη θα πρέπει να είναι σημαντικοί «συνοδοί», επειδή προστατεύουν και από άλλες μολυσματικές ασθένειες.
Με το κρύο και τη στενή επαφή σε κακώς αεριζόμενους χώρους, ο κίνδυνος μόλυνσης με τον κορονοϊό αυξάνεται, αλλά και με άλλες λοιμώδεις νόσους που είναι χαρακτηριστικές της εποχής. Ως εκ τούτου πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια να διατηρηθεί ο έλεγχος της γρίπης ώστε να μην υπερφορτωθεί το σύστημα υγείας. Για τον λόγο αυτό, για τα παιδιά ο εμβολιασμός της γρίπης συμπεριλήφθηκε στο δωρεάν πρόγραμμα εμβολιασμού, ανέφερε ο υπουργός Υγείας.
Κατά την άποψή του, το κρίσιμο ζήτημα είναι να αποφευχθεί σε κάθε περίπτωση ένα δεύτερο κύμα, επειδή οι ιστορικές εμπειρίες άλλων πανδημιών έχουν δείξει ότι το δεύτερο κύμα ήταν δυνατότερο από το πρώτο και το «Σύστημα φωτεινού σηματοδότη», το οποίο θα παρουσιαστεί με λεπτομέρειες την Παρασκευή, προορίζεται να λάβει αυτά υπόψη του, προσφέροντας μία πολύ ευρύτερη ανάλυση κινδύνου.
Σε αυτό, θα λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο ο αριθμός των λοιμώξεων τις τελευταίες επτά ημέρες, αλλά και πόσα διαγνωστικά τεστ έχουν διενεργηθεί, «επειδή εάν οι αριθμοί μειώνονται, αλλά δεν γίνονται τεστ, αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι ο ιός έχει ηττηθεί», διευκρίνισε.
Σύμφωνα με τον υπουργό Υγείας, η ανάλυση εστιών και το ερώτημα αν μπορεί να διευκρινιστεί από πού προέρχεται η αλυσίδα μόλυνσης, χρησιμεύει ως ένας περαιτέρω δείκτης, οι δυνατότητες στο σύστημα υγείας είναι ένα άλλο κριτήριο για να αποφασίσει μία επιτροπή σε ποιο χρώμα πρέπει να αλλάξει ο «φωτεινός σηματοδότης» ανάλογα με την περιοχή — πράσινο, κίτρινο, πορτοκαλί ή κόκκινο — «ωστόσο ένα κόκκινο στον σηματοδότη δεν σημαίνει και ένα lockdown».
Η Επιτροπή Φωτεινού Σηματοδότη αποτελείται από επιστήμονες, υπαλλήλους του υπουργείου Υγείας και εκπροσώπους των εννέα αυστριακών ομόσπονδων κρατιδίων, οι αντίστοιχες τιμές και προτάσεις θα αναφέρονται σε ξεχωριστή ιστοσελίδα.
Ο Ρούντολφ ‘Ανσομπερ τόνισε στο μήνυμά του, πως αυτή τη στιγμή υπάρχει μια καλά ελεγχόμενη κατάσταση, ωστόσο, όπως παρατήρησε, οι αριθμοί αυξήθηκαν κυρίως λόγω των πρώτων βημάτων ανοίγματος στη φάση 3 τον Ιούλιο και τον Αύγουστο και, ενώ στα μέσα Ιουλίου υπήρχαν περίπου 1.300 ενεργά περιστατικά, αυτή την στιγμή έχουν αυξηθεί σε περίπου 3.300, «ο αριθμός αυτός είναι πολύ υψηλός, πολύ νωρίς, ο ιός δεν εξαφανίστηκε ποτέ, αλλά είναι πιο ορατός ξανά».
Δείτε ακόμη:
Κορονοϊός: Ξεπέρασαν τα 4 εκατομμύρια τα κρούσματα στην Ευρώπη