H βρετανική τράπεζα Barclays Plc και μία θυγατρική της συμφώνησαν χθες στην καταβολή προστίμου 361 εκατομμυρίων δολαρίων (367,56 εκατομμυρίων ευρώ) στο πλαίσιο διακανονισμού με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στις ΗΠΑ (SEC) αναφορικά με κατηγορίες για τη μη δηλωμένη προσφορά και πώληση “ απροσδιόριστου αριθμού” χρεογράφων, παραβιάζοντας την αμερικανική νομοθεσία.
Σύμφωνα με ευρήματα της εντολής που εξέδωσε η SEC, τα οποία η Barclays ούτε παραδέχεται, αλλά ούτε και διαψεύδει, μία θυγατρική της βρετανικής τράπεζας πρόσφερε και πώλησε χρεόγραφα οικονομικής αξίας περίπου 17,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων (18,2 δισεκατομμυρίων ευρώ) μέσω μεταβιβάσεων οι οποίες δεν είχαν δηλωθεί, μετά από την απώλεια του στάτους που κατείχε, ως “μία ευρέως γνωστή τράπεζα που προχωρούσε στην έκδοση χρεογράφων” το 2017.
Η Barclays απέτυχε να πραγματοποιήσει οποιουσδήποτε εσωτερικούς ελέγχους και να ιχνηλατήσει τις μεταβιβάσεις σε πραγματικό χρόνο, σύμφωνα με τη SEC.
“ Παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζουμε τις προσπάθειες της Barclays να εντοπίσει, να δημοσιοποιήσει και να επανορθώσει τη διαχείριση των παραπάνω συναλλαγών, ο έλεγχος της ανεπάρκειας, αλλά και το εύρος των συναλλαγών, ήταν απλά συγκλονιστικά,” δήλωσε ο Γκέρμπιρ Γκρεβάλ, διευθυντής της αρμόδιας διεύθυνσης της SEC για την επιβολή του νόμου.
Η Barclays και η θυγατρική της Barclays Bank PLC (BBPLC) συμφώνησαν στην καταβολή αστικού προστίμου 200 εκατομμυρίων δολαρίων (203,63 εκατομμύρια ευρώ), ενώ η BBPLC συμφώνησε να καταβάλει επιπρόσθετα επιτόκιο αποζημίωσης για ποσό μεγαλύτερο των 161 εκατομμυρίων δολαρίων (163,92 εκατομμυρίων ευρώ) το οποίο ικανοποιήθηκε μέσω μιας προσφοράς επιστροφής χρημάτων που έκανε η τράπεζα προς τους επενδυτές με ποσά που δεν έχουν καταγραφεί.
Η Barclays ανακοίνωσε τον Ιούλιο ότι τα κέρδη της για το πρώτο εξάμηνο του χρόνου μειώθηκαν κατά 2,11 δισεκατομμύρια δολάρια (2,15 δισεκατομμύρια ευρώ) σχετικά με παρατυπίες που σχετίζονται με την τήρηση των κανονισμών, συμπεριλαμβανομένης και της επαναγοράς κινητών αξιών δισεκατομμυρίων δολαρίων που πωλήθηκαν κατά λάθος από την τράπεζα και επισκίασαν μία σταθερή οικονομική απόδοση της Barclays.