Το αίτημα για κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας γίνεται όλο και ώριμο. Όμως, εξακολουθεί να ελπίζει στις αντιφάσεις και τις ταλαντεύσεις των ευρωπαϊκών χωρών.
Η Τουρκία γνωρίζει καλά ότι διαμορφώνεται σε βάρος της ένα αρνητικό κλίμα μέσα στην Ευρώπη και , με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα καταγραφεί και στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις 10-11 Δεκεμβρίου.
Αυτή την επίγνωση αποτυπώνουν και οι κινήσεις της τελευταίας στιγμής, όπως είναι η εξασφάλιση ότι το Oruc Reis θα είναι ασφαλώς αγκυροβολημένο εκτός της Ελληνικής υφαλοκρηπίδας κατά τη διάρκεια της Συνόδου, ή η διατύπωση προτάσεων διαλόγου και προς την Ελλάδα και προς την ΕΕ.
Τα πράγματα αυτή τη φορά είναι κάπως διαφορετικά σε σχέση με το παρελθόν. Η Τουρκία δεν μπορεί να ελπίζει ότι τα κράτη-μέλη και αυτή τη φορά απλώς θα προσπεράσουν το υπαρκτό πρόβλημα που γεννούν οι τουρκικές κινήσεις.
Ο λόγος που η Τουρκία αρχίζει να αντιμετωπίζει μια όχι και τόσο φιλική αντιμετώπιση ιδίως από τις ευρωπαϊκές χώρες, δεν έχει να κάνει τόσο με την αναγνώριση της ορθότητας των ελληνικών θέσεων, όσο από το ίδιο το γεγονός ότι η Τουρκία πλέον αναγνωρίζεται ως μια περιφερειακή δύναμη, κάτι που αποτελούσε και στόχο της κυβέρνησης Ερντογάν.
Ουσιαστικά, στην Ανατολική Μεσόγειο δεν έχουμε πια απλώς μια τοπική διαφορά ανάμεσα σε δύο χώρες, όπως σε μεγάλο βαθμό αντιμετωπιζόταν μέχρι τώρα η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, αλλά με ένα ευρύτερο πλέγμα ανταγωνισμών σε έναν κρίσιμο κόμβο, όπως είναι η Ανατολική Μεσόγειος, όπου συνδυάζεται η έντονη αλληλεξάρτηση με τις διαχωριστικές γραμμές ή τις γραμμές ρήξης.
Η σύγκρουση ανάμεσα σε Γαλλία και Τουρκία για τη Λιβύη αλλά και συνολικά για ζητήματα επιρροής στην Αφρική, η προσπάθεια αμερικανικών, γαλλικών και ιταλικών εταιρειών να κλείσουν συμβόλαια για την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στα διάφορα οικόπεδα, ο ανταγωνισμός για τις διαφορετικές διαδρομές αγωγών, η μεταφορά των διαιρετικών γραμμών της Αραβικής Χερσονήσου (όπως π.χ. η αντιπαλότητα ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα από τη μία και το Κατάρ από την άλλη) και στη Μεσόγειο, μαζί με τις φιλοδοξίες ευρύτερου ρόλου παλαιότερων και νέων δυνάμεων (ενδεικτική η προσπάθεια της Γερμανίας), το συνολικό γεωπολιτικό φόντο του «Νέου Ψυχρού Πολέμου, όλα αυτά δίνουν μια άλλη διάσταση στις αντιπαραθέσεις που προκύπτουν σε αυτή την περιοχή, μαζί φυσικά με την ανησυχία που προκάλεσε το γεγονός ότι Ελλάδα και Τουρκία έδειξαν τον Αύγουστο ότι είναι κοντά σε ένοπλη σύρραξη.
Το γεγονός ότι η Τουρκία μέσα σε όλο αυτό το πλέγμα ανταγωνισμών έχει αναδειχθεί σε υπολογίσιμη δύναμη, σημαίνει ότι είναι ταυτόχρονα και πιο ευάλωτη απέναντι σε όρους εκτιμήσουν ότι θα πρέπει να πάρει το μήνυμα ότι δεν είναι στο απυρόβλητο. Ταυτόχρονα, της προσφέρει την ευκαιρία να οικοδομήσει συμμαχίες ή να εξασφαλίσει την τακτική ανοχή όσων εκτιμούν ότι μια πλήρης ρήξη μαζί της δεν θα ήταν προς όφελός τους τελικά.
Η πίεση για κυρώσεις
Σε αυτό το φόντο, είναι σαφές ότι πέραν της ελληνικής πλευράς που έχει αντιμετωπίσει μια συστηματική τουρκική επιθετικότητα και της κυπριακής που πλάι στη διαρκή αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων στις ΑΟΖ που έχει νόμιμα ανακηρύξει έχει να αντιμετωπίσει και την ανοιχτή προτίμηση για διχοτόμηση από τη μεριά της Άγκυρας – τη λεγόμενη λύση «δύο κρατών» –, μια σειρά από άλλες χώρες εξετάζουν το θέμα των κυρώσεων, με προεξάρχουσα τη Γαλλία, με το σκεπτικό ότι η Τουρκία χρειάζεται τη δεχτεί πραγματική πίεση και να αλλάξει στάση.
Όμως, την ίδια στιγμή υπάρχει ένα φάσμα χωρών που έχουν μια διαφορετική εκτίμηση. Είναι χώρες όπως η Γερμανία, που θεωρεί ότι δεν πρέπει να διακυβευτεί η συμφωνία ΕΕ και Τουρκιάς για το προσφυγικό (η «Κοινή Δήλωση» του 2016), να μην αποξενωθούν οι τουρκικής καταγωγής ευρωπαίοι πολίτες και να υπάρξει μια επιμονή στην αναζήτηση μιας πολιτικής λύσης με βασική κατεύθυνση την εκκίνηση ενός πραγματικού διαλόγου.
Αυτό εξηγεί τις ταλαντεύσεις που αποτυπώνονται τόσο μεταξύ χωρών αλλά και εντός των κυβερνήσεων. Για παράδειγμα είναι ενδεικτικό ότι ακόμη και ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας παραδέχτηκε ότι υπάρχουν πολλές προκλήσεις ανάμεσα στην Τουρκία, την Ελλάδα και την Κύπρο, παρότι «η Γερμανία εργάστηκε σκληρά για να διευκολύνει ένα διάλογο ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Τουρκία».
Επιπλέον, πέραν των ζητημάτων που αφορούν την αμφισβήτηση από την Τουρκία του διεθνούς δικαίου και των κυριαρχικών δικαιωμάτων κρατών μελών, υπάρχει και το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου. Η πρόσφατη ανακοίνωση στην Τουρκία 337 καταδικών σε ισόβια δεσμά στο πλαίσιο των διώξεων για το πραξικόπημα, μαζί με τις καθαιρέσεις των δημάρχων του HDP και τη συνεχιζόμενη κράτηση του Οσμάν Καβάλα διαμορφώνουν ένα κλίμα που παραπέμπει σε σημαντικές παραβιάσεις του κράτους δικαίου στην Τουρκία. Εξ ου και η παραδοχή σε πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι η Τουρκία ευθυγραμμίζεται με το κοινοτικό κεκτημένο με αργούς ρυθμούς και αποσπασματικό χαρακτήρα.
Μάλιστα, δεν είναι τυχαίο ότι το ζήτημα των παραβιάσεων του «κράτους δικαίου», που έχει αποκτήσει ξεχωριστή σημασία και στην εσωτερική συζήτηση της ΕΕ, μπορεί να αποτελέσει και αυτό πεδίο ως προς το θέμα των κυρώσεων.
Το βλέμμα στραμμένο προς τις αμερικανικές επιλογές
Βέβαια όλα αυτά επικαθορίζονται και από τις αμερικανικές επιλογές. Πολλά θα κριθούν και από τον τόνο που θα δοθεί από τις ΗΠΑ, ως προς το θέμα των σχέσεων με την Τουρκία.
Και αυτό γιατί ενώ ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν έχει με τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο των ΗΠΑ την ίδια σχέση που είχε με τον Ντόναλντ Τραμπ, εντούτοις δεν είναι δεδομένο ότι η αμερικανική πολιτική θα κινηθεί σε μια τροχιά ρήξης με την Τουρκία.
Πιο πιθανό είναι να αναζητηθεί σημείο ισορροπίας, έστω και με μεγαλύτερη πίεση προς την Τουρκία σε συγκεκριμένα ζητήματα όπως είναι η κουρδικές πολιτοφυλακές στη Συρία ή το θέμα των ρωσικών συστοιχιών S-400.
Σε αυτή την περίπτωση οι ΗΠΑ δεν θα επιδιώξουν να πάνε σε μια συνολική ρήξη με την Τουρκία, γιατί αυτό θα σηματοδοτούσε μια πολύ μεγάλη τομή, εάν αναλογιστούμε τον τρόπο με τον οποίο ιστορικά η Τουρκία αποτέλεσε τμήμα της «Δύσης» και του ΝΑΤΟ.
Πάντως, εάν η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν επιλέξει έναν δρόμο ρήξης με την Τουρκία, αυτό θα έχει επίπτωση και στη στάση ευρωπαϊκών χωρών, που θα προτιμήσουν να επιμείνουν σε μια πιο «ρεαλιστική» στάση.
Η προσπάθεια της Τουρκία να διεκδικήσει ότι είναι τμήμα της Ευρώπης
Σε αυτό το φόντο έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που η τουρκική ρητορική επικεντρώνει στη διεκδίκηση ενός «ευρωπαϊκού» χαρακτήρα . Ουσιαστικά, είναι το επιχείρημα ότι η Τουρκία με την όλη της παρουσία και πέραν των συνόρων αποτελεί παράγοντα σταθερότητας και διαμόρφωσης νέων ισορροπιών. Ακόμη περισσότερο, το μήνυμα από την Τουρκία είναι ότι σε μια περίοδο που αναδιατυπώνεται η μορφή και το περιεχόμενο της ατλαντικής συμμαχίας και της πολιτικής της Δύσης απέναντι στη Ρωσία, είναι σημαντικό η Άγκυρα και οι Βρυξέλες χρειάζονται ειρήνη και ηρεμία μεταξύ τους και να σταθμίσουν τι πραγματικά τους συμφέρει, όπως υπογράμμισε και ο αρθρογράφος της Sabah Μπουρχανετίν Ντουράν.
Οι στρατηγικές εντός ΕΕ
Σε αυτό το φόντο είναι που θα δούμε τελικά πως θα διαμορφωθούν τα μπλοκ εντός της Συνόδου Κορυφής. Μέχρι στιγμής η Γερμανία δείχνει να επιμένει στην ανάγκη να παραμείνει η Τουρκία όσο πιο κοντά στην ΕΕ γίνεται, αποφεύγοντας βήματα που να παραπέμπουν σε ρήξη.
Σε αυτή τη κατεύθυνση κινούνται επίσης χώρες όπως η Ιταλία, η Μάλτα και η Ισπανία, ενώ και χώρες – μέλη του ΝΑΤΟ επίσης θα ήθελαν να αποφύγουν κάτι που θα έμοιαζε και με ενδοατλαντική ρήξη.
Η ίδια η Τουρκία επίσης έχει προσπαθήσει να καλλιεργήσει και σχέσεις και με άλλες χώρες όπως π.χ. η Ουγγαρία, της οποίας ο υπουργός Εξωτερικών δήλωσε μετά την πρόσφατη συνάντησή του με τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου ότι «η ΕΕ χρωστά ευχαριστίες στην Τουρκία για το γεγονός ότι φιλοξενεί πάνω από τέσσερα εκατομμύρια μετανάστες» και ότι «εάν δεν υπήρχε η Τουρκία, εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες θα είχαν φτάσει στα σύνορα της ΕΕ και θα είχαν μπει στα Βαλκάνια».
Από την άλλη είναι σαφές ότι πέραν της Ελλάδας και της Κύπρου και η Γαλλία θα δώσει βάρος στο να υπάρξουν κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας και ότι με δεδομένο ότι από την προηγούμενη απόφαση κλιμακώθηκε η τουρκική επιθετικότητα, η πίεση θα είναι μεγαλύτερη.
Το εάν αυτή η πίεση, που σε μεγάλο βαθμό καταλήγει και στην ίδια τη Γερμανία, θα μετατραπεί σε απόφαση για κυρώσεις που να υπερβαίνουν τα όρια του συμβολικού είναι κάτι που θα φανεί. Όπως επίσης και το εάν θα υπάρξει προσπάθεια πέραν των κυρώσεων να συζητηθούν και πιο «θετικές» μορφές εκτόνωσης της έντασης στις ευρωτουρκικές σχέσεις μέσα από βήματα σε θέματα όπως η τελωνειακή ένωση και το θέμα με τις βίζες, ως αντάλλαγμα για την αποκλιμάκωση της γεωπολιτικής αντιπαράθεσης. Ωστόσο, η μόνιμη τουρκική επωδός ότι «η Τουρκία δεν είναι διατεθειμένη να κάνει παραχωρήσεις στα θέματα που αφορούν την Κύπρο και την Ανατολική Μεσόγειο», προς το παρόν δεν παραπέμπει ακόμη στη δυνατότητα μιας τέτοιας διεξόδου.