Η δικηγόρος Αμάλ Κλούνεϊ παραιτήθηκε σήμερα από το ρόλο της ειδικής απεσταλμένης του Ηνωμένου Βασιλείου για την ελευθεροτυπία, χαρακτηρίζοντας «οικτρή» την πρόθεση της βρετανικής κυβέρνησης να αναιρέσει την υπογραφή της στη Συμφωνία Αποχώρησης με την ΕΕ για το Brexit.
Το Λονδίνο προκάλεσε την οργή των Ευρωπαίων όταν παρουσίασε ένα νομοσχέδιο -το οποίο επί του παρόντος εξετάζεται από το κοινοβούλιο- που αναιρεί ορισμένες από τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει. Η κυβέρνηση έχει παραδεχτεί ότι το νομοσχέδιο αυτό καταπατά κατά «συγκεκριμένο και περιορισμένο» τρόπο το διεθνές δίκαιο.
«Μου είναι αδύνατον, με την ιδιότητά μου της ειδικής απεσταλμένης, να καλώ τις άλλες χώρες να σέβονται και να εφαρμόζουν τις διεθνείς δεσμεύσεις τους, την ώρα που το Ηνωμένο Βασίλειο διακηρύσσει ότι δεν έχει σκοπό» να κάνει το ίδιο, εξήγησε η Λιβανοβρετανίδα δικηγόρος, που ειδικεύεται σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην επιστολή της προς τον υπουργό Εξωτερικών Ντόμινικ Ράαμπ.
«Είναι οικτρό που το Ηνωμένο Βασίλειο ανακοινώνει την πρόθεσή του να παραβιάσει μια διεθνή συνθήκη την οποία υπέγραψε ο πρωθυπουργός πριν από λιγότερο από έναν χρόνο», πρόσθεσε. Το γεγονός αυτό «μπορεί να ενθαρρύνει αυταρχικά καθεστώτα να παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο, με καταστροφικές συνέπειες σε ολόκληρο τον κόσμο», πρόσθεσε.
Η δικηγόρος και σύζυγος του σταρ Τζορτζ Κλούνεϊ ανέλαβε το 2019 αυτόν τον ρόλο της ειδικής απεσταλμένης με σκοπό «να βοηθήσει το Ηνωμένο Βασίλειο να υπερασπιστεί την ελευθεροτυπία σε όλον τον κόσμο».
Το αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο αναιρεί κυρίως τις ειδικές ρυθμίσεις για τη Βόρεια Ιρλανδία, οι οποίες είχαν συμφωνηθεί για να αποφευχθεί η επιστροφή σε ένα «σκληρό σύνορο» με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, κάτι που θα έθετε σε κίνδυνο την ειρηνευτική συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής του 1998. Οι Ευρωπαίοι απαίτησαν την απόσυρσή του μέχρι το τέλος του μήνα, ενώ και ο υποψήφιος των Δημοκρατικών για την προεδρία των ΗΠΑ, ο Τζο Μπάιντεν, προειδοποίησε ότι μια εμπορική συμφωνία μεταξύ Λονδίνου και Ουάσινγκτον θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο γίνεται σεβαστή η ειρηνευτική συμφωνία του 1998.
Η βρετανική κυβέρνηση δηλώνει ότι σκοπός του νομοσχεδίου είναι να διασφαλιστούν η εδαφική ακεραιότητα του Ηνωμένου Βασιλείου και οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας επειδή οι Ευρωπαίοι απειλούν να μπλοκάρουν τις εισαγωγές τροφίμων στην επαρχία αυτήν.