Νοσοκόμοι και νοσοκόμες έχουν πληρώσει πολύ πιο βαρύ τίμημα στην πανδημία της Covid-19 από αυτό που δείχνουν τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, τα οποία καταγράφουν λίγο παραπάνω από 1.000 θανάτους, υπογράμμισε σήμερα το Διεθνές Συμβούλιο Νοσηλευτών (CII).
Για το Συμβούλιο, που εκπροσωπεί 130 εθνικές ενώσεις και 20 εκατομμύρια μέλη νοσηλευτικού προσωπικού, η κατάσταση είναι “καταστροφική” και η οργάνωση προσάπτει στις αρχές ότι δεν ενήργησαν επαρκώς για να προστατέψουν αυτούς τους εργαζόμενους που είναι στην πρώτη γραμμή της μάχης κατά της πανδημίας.
Έρευνα που διενεργήθηκε από το Συμβούλιο δείχνει ότι περισσότερες από 1.000 νοσοκόμες έχασαν τη ζωή τους από την Covid-19 αλλά αυτά τα στατιστικά στοιχεία είναι διαθέσιμα μόνο για 44 χώρες και υποτιμά συνεπώς σε μεγάλο βαθμό το μέγεθος της εκατόμβης.
Στις 14 Αυγούστου, αυτός ο επίσημος αριθμός ανερχόταν σε 1.097 θανάτους.
Η Βραζιλία καταγράφει τον υψηλότερο επίσημο αριθμό θανάτων με 351 νεκρούς στις 11 Αυγούστου και το Μεξικό με 212.
“Γνωρίζοντας ότι τα ποσοστά λοίμωξης στους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας βρίσκονται κατά μέσο όρο γύρω στο 10% του συνόλου των λοιμώξεων παγκοσμίως και ότι σχεδόν 30 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν προσβληθεί από τον ιό, αυτό σημαίνει ότι τρία εκατομμύρια εργαζόμενοι στην υγεία φέρεται να έχουν μολυνθεί”, υπογραμμίζει το CII.
Η Διεθνής Αμνηστία είχε αναφέρει τον αριθμό των 7.000 νεκρών στις αρχές Σεπτεμβρίου αλλά υπολογίζοντας το νοσηλευτικό προσωπικό με την ευρύτερη έννοια.
“Οι νοσηλεύτριες είναι υποτιμημένες, αμείβονται ανεπαρκώς και μερικές φορές αντιμετωπίζονται ως απόκληρες. Είναι μια σκανδαλώδης κατάσταση και το CII καλεί τις κυβερνήσεις να την επανορθώσουν”, δήλωσε η πρόεδρος του Συμβουλίου Ανέτ Κένεντι.
Η μελέτη αυτή “δίνει μια ανησυχητική συνοπτική περιγραφή του τρόπου με τον οποίο οι νοσηλευτές και άλλοι εργαζόμενοι της υγείας συνεχίζουν να εκτίθενται στην Covid-19 και σε όλους τους συνεπακόλουθους κινδύνους: τη βία, την προκατάληψη, την ψυχική νόσο, τη λοίμωξη και αναμφίβολα, για χιλιάδες μεταξύ αυτών, το πιο βαρύ τίμημα, τη ζωή τους”, υπογράμμισε η Κένεντι.