Η αμερικανική Γερουσία ενέκρινε χθες Πέμπτη, ομόφωνα – γεγονός εξαιρετικά σπάνιο -, τον διορισμό του βετεράνου διπλωμάτη Ουίλιαμ Μπερνς στη θέση του διευθυντή της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (CIA) από τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν.
Ο πρώην πρεσβευτής στη Ρωσία και πρώην υφυπουργός Εξωτερικών, 64 ετών, που έχει υπηρετήσει κυβερνήσεις Ρεπουμπλικάνων όσο και Δημοκρατικών προέδρων, είναι ο πρώτος διπλωμάτης καριέρας που αναλαμβάνει τη διεύθυνση της αμερικανικής υπηρεσίας κατασκοπείας.
Κατά τη διάρκεια της ακρόασης για την εξέταση της υποψηφιότητάς του στην επιτροπή της Γερουσίας που είναι αρμόδια για τις υπηρεσίες πληροφοριών, η οποία έγινε σε ασυνήθιστα φιλικό κλίμα, ο κ. Μπερνς έθεσε τέσσερις προτεραιότητες: «τους ανθρώπους, τις σχέσεις συνεργασίας, την Κίνα και την τεχνολογία».
Αποκάλεσε την Κίνα «φοβερό» όσο και «αυταρχικό» κράτος-«αντίπαλο» των ΗΠΑ, «αρπακτικό» το οποίο κατ’ αυτόν μεγεθύνει τις δυνατότητές του να «κλέβει» πνευματική ιδιοκτησία, να καταπιέζει τους πολίτες του, να επεκτείνει το εύρος δράσης του και να αποκτά επιρροή στις ΗΠΑ. Τόνισε πως η συμπεριφορά του Πεκίνου αποτελεί «τη μεγαλύτερη πρόκληση» για τη νυν αμερικανική κυβέρνηση.
Ο ανταγωνισμός με την Κίνα έχει αναδειχθεί σε κορυφαία προτεραιότητα για την κυβέρνηση Μπάιντεν, αλλά και για πολλά μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου, που απαιτούν σκληρή στάση έναντι του Πεκίνου.
Εκ των αρχιτεκτόνων της συμφωνίας για το πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας του Ιράν που είχε υπογραφτεί το 2015, εκτιμά πως η Ουάσινγκτον πρέπει να «κάνει το παν για να εμποδίσει» την Ισλαμική Δημοκρατία «να αναπτύξει πυρηνικό οπλοστάσιο».
Ο διορισμός Μπερνς είχε εγκριθεί ομόφωνα και σε επίπεδο επιτροπής.
Η ομοφωνία της ολομέλειας επιτεύχθηκε αφού ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Τεντ Κρουζ ήρε την ένστασή του. Ο γερουσιαστής πίεζε την κυβέρνηση Μπάιντεν να υιοθετήσει σκληρότερη στάση όσον αφορά τον γερμανορωσικό αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2.
Η Γερουσία ενέκρινε ακόμη, πολύ πιο οριακά, τον διορισμό του Χαβιέρ Μπεσέρα, του πρώτου λατινοαμερικανικής καταγωγής Αμερικανού που θα αναλάβει υπουργός Υγείας, εν μέσω της πανδημίας του νέου κορονοϊού, η οποία έχει στοιχίσει τη ζωή σε πάνω από 530.000 ανθρώπους στις ΗΠΑ.