Ένα ανέκδοτο μυθιστόρημα της Φρανσουάζ Σαγκάν, το οποίο έμεινε ανολοκλήρωτο, “Les quatre coins du coeur”, κυκλοφορεί σήμερα στα (γαλλικά) βιβλιοπωλεία σχεδόν δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατο της συγγραφέως του «Καλημέρα θλίψη».
Η κυκλοφορία του “Les quatre coins du coeur”, από τις εκδόσεις Pion, δεν είχε ανακοινωθεί στο πρόγραμμα του εκδότη που αναμένει να κερδίσει από αυτή την ‘έκπληξη’ με ένα ασυνήθιστο τιράζ 70.000 αντιτύπων.
Στον μικρόκοσμο των εκδόσεων κυκλοφορούσαν τους τελευταίους μήνες φήμες για την κυκλοφορία ενός ανέκδοτου έργου ενός συγγραφέα που έχει πεθάνει. Μερικά περιοδικά είχαν κάνει λόγο για ένα κολοσσιαίο (και απίθανο) τιράζ αυτού του βιβλίου-μυστήριο στα 250.000 αντίτυπα.
Ο αναγνώστης ξαναβρίσκει σε αυτό το μυθιστόρημα που υπογράφει η Φρανσουάζ Σαγκάν το αποστασιοποιημένο και σαρκαστικό ύφος που συνιστούσε τη γοητεία του έργου της. Όμως μένει επίσης με μια απογοήτευση. Το μυθιστόρημα διατηρεί μια γεύση ημιτελούς.
Τα πρόσωπα και τα σκηνικά εμφανίζονται κάπως παλιομοδίτικα. Γιος ενός πλούσιου βιομήχανου από την Τουρ, ο Λουντοβίκ Κρεσόν είναι θύμα ενός τρομερού τροχαίου ατυχήματος (στο νου έρχεται εκείνο που λίγο έλειψε να κοστίσει τη ζωή στη μυθιστοριογράφο τον Απρίλιο του 1957). Ήδη πριν από το ατύχημα, ο γάμος του κατέρρεε. Η Μαρί-Λουίζ, η «σοφιστικέ και χωρίς κουλτούρα» σύζυγός του, τον περιφρονεί. Η μητέρα της, Μαρί-Λουίζ Φανί (ο σύζυγος της οποίας, Κεντίν, έχει σκοτωθεί σε αεροπορικό δυστύχημα), δεν είναι αδιάφορη στη γοητεία του γαμπρού της.
Τον πρόλογο του έργου γράφει ο Ντενί Γουέστχοφ, ο γιος της μυθιστοριογράφου.
Όλως λέει, βρήκε το χειρόγραφο του μυθιστορήματος σχεδόν από «θαύμα» μετά τον θάνατο της μητέρας του το 2004, δεδομένου ότι όλα τα περιουσιακά στοιχεία της μυθιστοριογράφου «κατασχέθηκαν πουλήθηκαν, δόθηκαν ή αποκτήθηκαν με αμφίβολο τρόπο». Το έργο, σε δύο δακτυλογραφημένους τόμους, «είχε φωτοτυπηθεί τόσο πολύ που το περίγραμμα των γραμμάτων δεν ήταν καθόλου καθαρό», προσθέτει ο γιος της μυθιστοριογράφου.
«Το κείμενο με εξέπληξε λόγω της γραφής του με έντονα ‘σαγκανικά’ στοιχεία, του μερικές φορές αδιάντροπου χαρακτήρα του, της τόσο μπαρόκ τονικότητάς του και των απίστευτων ιστοριών ορισμένων περιπετειών» λέει ο Ντενίς Γουέστχοφ που παραδέχεται επίσης ότι έχει επιμεληθεί το έργο.
Από το χειρόγραφο «έλειπαν ορισμένες λέξεις, μερικές φορές και ολόκληρα κομμάτια», λέει προκειμένου να εξηγήσει τις παρεμβάσεις του. Ο Ντενί Γουέστχοφ υποστηρίζει πως «έκανε διορθώσεις εκεί που του φαινόταν σημαντικό φροντίζοντας να μην αλλοιώσει ούτε το στυλ ούτε τον τόνο του μυθιστορήματος».
Το κείμενο τελειώνει στην αρχή μιας μεγάλης βραδιάς όπου μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι μάσκες θα πέσουν. Όμως δεν θα το μάθουμε ποτέ.