του Jean-Baptiste Naudet (*)
O Ατανάς Τσομπάνοφ δεν βρήκε, όπως στον «Νονό», ένα ματωμένο κεφάλι αλόγου στο κρεβάτι του. Πριν από δύο χρόνια όμως, βγαίνοντας από το διαμέρισμά του στο Παρίσι για να πάει στη δουλειά του, αυτός ο μηχανικός του CNRS, που είναι και αρχισυντάκτης του βουλγαρικού ερευνητικού ιστότοπου Bivol («Βούβαλος»), ανακάλυψε κάτι που έμοιαζε πολύ με προειδοποίηση. Στο αυτοκίνητό του, κάποιος είχε τοποθετήσει έναν τεράστιο μπλε χνουδωτό λύκο. Ηταν χωρίς αμφιβολία ένας τρόπος να πουν σε αυτόν τον πρώην πολιτικό πρόσφυγα ότι ξέρουν πού να τον βρουν.
Λίγο νωρίτερα, ο Τσομπάνοφ είχε λάβει μια ανησυχητική επιστολή. Αποστολέας, ένα κατάστημα όπλων. Άλλο ένα σαφές μήνυμα. Ο Τσομπάνοφ και οι δημοσιογράφοι του Bivol, που βρίσκονται πίσω από τις μεγαλύτερες αποκαλύψεις πολιτικών σκανδάλων και διαφθοράς στη Βουλγαρία, ενοχλούν. Και δέχονται συνεχώς απειλές, παρακολουθούνται, προειδοποιούνται με διάφορους τρόπους.
Στις αρχές Αυγούστου η εκστρατεία εναντίον τους κλιμακώθηκε. Η εισαγγελία της Σόφιας ζήτησε τη συνεργασία της γαλλικής δικαιοσύνης για μια περίεργη υπόθεση πειρατείας της βουλγαρικής εφορίας. Στις 15 Ιουλίου, το Bivol και άλλοι ιστότοποι είχαν λάβει από μια ρωσική ιστοσελίδα τα φορολογικά στοιχεία 5 εκατομμυρίων Βουλγάρων, μεταξύ των οποίων και του πρωθυπουργού Μπόικο Μπορίσοφ. Η εισαγγελία υποπτεύεται ότι ο Τσομπάνοφ γνωρίζει έναν από τους πειρατές. Ο δημοσιογράφος, απόφοιτος του γαλλικού λυκείου της Σόφιας, παραδέχεται ότι στις αρχές Ιουλίου τον πλησίασε κάποιος που του συστήθηκε ως ειδικός και τον πληροφόρησε ότι υπήρχε ένα πρόβλημα ασφαλείας με την ιστοσελίδα της βουλγαρικής εφορίας.
Επισήμως, η κατάσταση είναι σοβαρή. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη πειρατεία στην ιστορία της χώρας. Και επιπλέον, ήταν πράξη «κυβερνοτρομοκρατίας». Για τη Σόφια, οι χάκερ της εφορίας δεν είχαν άλλο σκοπό από την αποσταθεροποίηση του κράτους και των βουλγαρικών αρχών. Η εισαγγελέας όμως που είναι αρμόδια για την πάταξη της τρομοκρατίας κλόνισε κάπως τη σοβαρότητα της υπόθεσης. Όπως είπε, οι δράστες αυτής της επίθεσης σχεδίαζαν ηλεκτρονική πειρατεία και του συστήματος άρδευσης γύρω από το κοινοβούλιο για να γελοιοποιήσουν τις αρχές. Υπάλληλοι όμως του δήμου αναγκάστηκαν να διευκρινίσουν ότι το σύστημα αυτό δεν είναι ηλεκτρονικό: εκείνοι ανοίγουν τις βρύσες…
Στο Παρίσι, η δικαιοσύνη βεβαιώνει ότι δεν έχει λάβει αίτημα συνεργασίας για τον Τσομπάνοφ. Εκτός αν έτσι ισχυρίζεται. Γιατί τίποτα δεν υποχρεώνει τη Γαλλία να ανταποκριθεί σε ένα αίτημα ενός κράτους-μέλους αν κρίνει ότι αντιτίθεται στις «θεμελιώδεις αρχές» του ευρωπαϊκού δικαίου. Η γαλλική και η ευρωπαϊκή νομοθεσία προστατεύουν το απόρρητο των πηγών. Και στη Σόφια, οι βασικοί ύποπτοι έχουν αφεθεί ελεύθεροι με εγγύηση.
Αν και δηλώνει έτοιμος να συνεργαστεί με τη γαλλική δικαιοσύνη, ο Τσομπάνοφ θεωρεί ότι το Παρίσι δεν πρέπει να δώσει συνέχεια στο αίτημα της βουλγαρικής δικαιοσύνης. Κι αυτό, επειδή φοβάται πως δεν πρόκειται μόνο για εκδίκηση μετά τις αποκαλύψεις του. Αλλά και για μια απόπειρα φίμωσης του Bivol. Ο βουλγαρικός Τύπος, που είναι σχεδόν στο σύνολό του στα χέρια των «κόκκινων ολιγαρχών», προσπαθεί συνεχώς να υπονομεύει και να τρομοκρατεί τον Τσομπάνοφ και την ομάδα του. Η Βουλγαρία βρίσκεται στην 111η θέση (σε σύνολο 180 χωρών) στην παγκόσμια κατάταξη της ελευθερίας του Τύπου.
Ιστότοπος αναφοράς στις διεθνείς έρευνες, το Bivol δεν έχει αποκαλύψει μόνο βουλγαρικά σκάνδαλα. Εχει δημοσιεύσει επίσης τα «Panama Papers» και τα τηλεγραφήματα του Wikileaks. Δύσκολα απάντησε ο Μπορίσοφ, που θεωρείται φιλοευρωπαίος αλλά είναι πολύ ευάλωτος σε ρωσικές πιέσεις, στους ισχυρισμούς για περίεργους δεσμούς του με τον κόσμο της νύχτας. Το Bivol έχει επίσης προκαλέσει αναταραχή με τις αποκαλύψεις του για κατάχρηση δισεκατομμυρίων ευρώ από τα ευρωπαϊκά ταμεία. Οι κατηγορίες λοιπόν των βουλγαρικών αρχών κατά του «Βούβαλου» έχουν τον χαρακτήρα αντεπίθεσης. Γιατί οι Βρυξέλλες, βασιζόμενες συχνά σε πληροφορίες αυτού του ιστότοπου, ζητούν συχνά λογαριασμό από τη Σόφια και τη δικαιοσύνη της.
(*) Ο Ζαν-Μπατίστ Νοντέ είναι αρθρογράφος του περιοδικού L’Obs
(Πηγή: L’Obs)