Επιστολή απέστειλαν 122 ευρωβουλευτές από τέσσερις πολιτικές ομάδες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Αριστερά, Σοσιαλιστές, Πράσινοι, Renew Europe) στην πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, τον αντιπρόεδρο Μαργαρίτη Σχοινά, και την Επίτροπο Εσωτερικών Υποθέσεων, Ίλβα Γιοχάνσον, με αντικείμενο την “καταπάτηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των αιτούντων άσυλο στα σύνορα και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης”, αλλά και τις υποχρεώσεις της ΕΕ απέναντι στη διαφύλαξη τους, σε συνδυασμό με την προστασία της Δημόσιας Υγείας υπό την απειλή του covid-19.
Στην επιστολή τους τονίζουν ότι οι πρόσφατες δηλώσεις της προέδρου της Κομισιόν περί της ανάγκης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων καθώς και το δικαίωμα στο άσυλο, «πρέπει να μεταφραστούν και σε πράξεις, για να διασφαλιστεί η αντιμετώπιση αυτών των σοβαρών ελλειμμάτων».
Οι 122 ευρωβουλευτές τρέφουν «σοβαρές ανησυχίες ως προς τη χρήση της πανδημίας του COVID 19, για να δικαιολογηθεί η άρνηση του δικαιώματος αίτησης διεθνούς προστασίας στα σύνορά μας, η κράτηση αιτούντων άσυλο και οι αναγκαστικές επιστροφές τους, σε επικίνδυνες συνθήκες». Καλούν την Κομισιόν να διασφαλίσει ότι η απαγόρευση των διεθνών μετακινήσεων και ο περιορισμός της ελευθερίας της μετακίνησης λαμβάνει χώρα χωρίς διακρίσεις και δεν στερούν από κανέναν το δικαίωμα να αιτηθεί άσυλο ή παραβιάζουν την απόλυτη απαγόρευση της επαναπροώθησης σε περιοχές όπου υπάρχει κίνδυνος διώξεων ή βασανιστηρίων. Εκφράζουν την ανησυχία τους για τα μέτρα που ανακοίνωσε η ελληνική κυβέρνηση για την πρόληψη της διάδοσης του COVID19 στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης, μαζί με την απόφαση να μετατρέψει αρκετά από αυτά σε κλειστά κέντρα κράτησης, όπως αναφέρουν και καλούν την Κομισιόν να ερευνήσει τον χαρακτήρα διακρίσεων και τις υγειονομικές επιπτώσεις αυτών των αποφάσεων, καθώς και τη συμβατότητά τους με την Ευρωπαϊκή και Διεθνή νομοθεσία. Διότι, όπως σημειώνουν, «όπως ανέδειξαν οι επαγγελματίες ιατροί, η κράτηση μεγάλου αριθμού ανθρώπων υπό συνθήκες που καθιστούν αδύνατη τη συμμόρφωση με κάποιο ελάχιστο πρότυπο προληπτικών και προστατευτικών μέτρων, εκθέτει τα άτομα αυτά σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο».
Δεύτερον, καλούν την Κομισιόν να αναλάβει δράση σχετικά με τα «σοβαρά ελλείμματα που εμφανίστηκαν στην Ελλάδα πριν ακόμη από το ξέσπασμα του COVID 19 και συνεχίζουν να χειροτερεύουν» και τα οποία σχετίζονται κυρίως με το δικαίωμα στην αίτηση για άσυλο και διεθνή προστασία, τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην Χάρτα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και τις προβλέψεις της Οδηγίας περί Επιστροφής, τον Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν και τη χρήση του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν.
Αναφέρουν ότι στην πράξη όσοι εισήλθαν στην Ελλάδα μετά την 1η Μαρτίου (οπότε το δικαίωμα στο άσυλο έχει ανασταλεί για ένα μήνα σε συνέχεια Προεδρικού Διατάγματος), συμπεριλαμβανομένων ανηλίκων και τουλάχιστον δέκα ασυνόδευτων ανηλίκων, «δεν έχουν το δικαίωμα να αιτηθούν άσυλο, τίθενται άμεσα και μαζικά υπό κράτηση. Αυτοί είτε δικάζονται για παράνομη είσοδο στην χώρα είτε τους δίνονται “αποφάσεις” επιστροφής της Ελληνικής Αστυνομίας γραμμένες στα ελληνικά και τους ζητείται να τις υπογράψουν, και εν συνεχεία καταχωρούνται στο SISII, με απαγόρευση εισόδου για έως και πέντε χρόνια».
Παραπέμποντας στον εισηγητή του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα των προσφύγων που εξέφρασε έντονη ανησυχία σχετικά, μιλούν για «αρκετές αναφορές ακραία βίας και παραβίασης των ανθρώπινων δικαιωμάτων στα σύνορα» σε αιτούντες άσυλο «από τις ελληνικές δυνάμεις ασφαλείας, αλλά και άγνωστους οπλισμένους άνδρες, με στόχο τη βίαιη επαναπροώθησή τους στην τουρκική πλευρά των συνόρων».
Αναφέρουν ότι αυτή η διαδικασία αντιβαίνει στις υποχρεώσεις των Κρατών-Μελών για τη διασφάλιση του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού, τις υποχρεώσεις τους απέναντι στον θεσμό της διεθνούς προστασίας, όπως αυτός κατοχυρώνεται στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο και στο ‘Αρθρο 18 της Χάρτας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, στην πολύ πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ.