Δύο ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Μάριμπορ, σε συνεργασία με ερευνητές της Βρετανίας και της Κίνας, έχουν καταλήξει σε έναν νέο τρόπο αναγνώρισης των ιών και των βακτηριδίων. Αυτή η νέα προσέγγιση θα μπορούσε να επιταχύνει τη διαδικασία προσδιορισμού του τύπου της λοίμωξης σε έναν ασθενή. Η μέθοδος μπορεί, επίσης, να εφαρμοστεί και στην αναγνώριση του COVID-19.
«Χρειάζεται μια ολόκληρη ημέρα για να βγουν τα αποτελέσματα ενός τεστ ανίχνευσης κορονοϊού ενώ η νέα προσέγγιση θα μπορούσε να επιταχύνει σημαντικά τη διαδικασία» δήλωσε στο πρακτορείο ειδήσεων STA, ο Ούρμπαν Μπρεν, ένας από τους ερευνητές.
Συλλέγοντας δείγματα από τη μύτη του ασθενούς, συγκεντρώνονται ίχνη τόσο του ιού όσο και των κυττάρων του ασθενούς.
«Συνεπώς, το γενετικό υλικό του ιού πρέπει πρώτα να πολλαπλασιαστεί σε επαρκείς ποσότητες με χρονοβόρα και δαπανηρή διαδικασία, επομένως τα αποτελέσματα των τεστ διαρκούν μέχρι την επόμενη ημέρα. Τα αποτελέσματα μπορεί επίσης να είναι, ψευδώς, αρνητικά επειδή δεν υπάρχει επαρκές γενετικό υλικό του ιού στο δείγμα» πρόσθεσε.
Με τη νέα προσέγγιση, «δεν υπάρχει ανάγκη πολλαπλασιασμού του γενετικού υλικού του ιού, καθώς οι ιοί μπορούν να ανιχνευθούν ακόμη και από μια μικρή ποσότητα γενετικού υλικού», εξήγησε.
Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτή η νέα προσέγγιση θα μπορούσε να κάνει τα τεστ πιο αξιόπιστα. «Ειδικά για τον COVID-19 αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι θα γνωρίζουν, πριν καν παρουσιάσουν τα συμπτώματα, ότι έχουν μολυνθεί. Επίσης, τα τεστ θα γίνουν πιο αξιόπιστα στα πρώτα στάδια της μόλυνσης», σημείωσε.
Ο κ. Μπρεν τόνισε ότι έχουν, ήδη, διεξαχθεί εργαστηριακές δοκιμές για τη μεταφορά αυτής της προσέγγισης στην πράξη το συντομότερο δυνατό. «Διεξάγουμε προσομοιώσεις τόσο σε υπολογιστή, όσο και σε πειράματα πάνω στο γενετικό υλικό του κορονοϊού. Φυσικά, θα χρειαστεί λίγος χρόνος για να βελτιώσουμε την τεχνική μέχρι το σημείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην πράξη», σημείωσε.