Σήμερα, η Κομισιόν εξέδωσε ανακοίνωση σχετικά με την πολιτική διεύρυνσης της ΕΕ και τη δέσμη του 2020 για τη διεύρυνση: οι ετήσιες εκθέσεις, στις οποίες αξιολογείται η εφαρμογή θεμελιωδών μεταρρυθμίσεων στα Δυτικά Βαλκάνια και την Τουρκία, παρουσιάζονται μαζί με σαφέστερες και ακριβέστερες συστάσεις και καθοδήγηση σχετικά με τα επόμενα βήματα για τους εν λόγω εταίρους, σύμφωνα με την ενισχυμένη μεθοδολογία διεύρυνσης.
Αναφορικά με την Τουρκία, η έκθεση αναφέρει ότι «τον Μάρτιο του 2020, η Τουρκία ενθάρρυνε ενεργά τους μετανάστες και τους πρόσφυγες να κάνουν τη χερσαία διαδρομή προς την Ευρώπη μέσω της Ελλάδας», ενώ σημειώνει ότι υπήρξε αύξηση των εντάσεων της Ανατολικής Μεσογείου εξαιτίας των μονομερών ενεργειών της Τουρκίας.
Ειδικότερα, η έκθεση αναφέρει: «Καθ’ όλη τη διάρκεια του 2019, η Τουρκία δεσμεύτηκε για την εφαρμογή της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας του Μαρτίου 2016 και έπαιξε βασικό ρόλο στη διασφάλιση της αποτελεσματικής διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών κατά μήκος της οδού της Ανατολικής Μεσογείου. Η Τουρκία συνέχισε τις εξαιρετικές προσπάθειές της για παροχή άνευ προηγουμένου ανθρωπιστικής βοήθειας και υποστήριξης σε περισσότερους από 3,6 εκατομμύρια εγγεγραμμένους πρόσφυγες από τη Συρία και περίπου 370.000 εγγεγραμμένους πρόσφυγες από άλλες χώρες, φιλοξενώντας έτσι τη μεγαλύτερη προσφυγική κοινότητα στον κόσμο. Ωστόσο, τον Μάρτιο του 2020, η Τουρκία ενθάρρυνε ενεργά τους μετανάστες και τους πρόσφυγες να κάνουν τη χερσαία διαδρομή προς την Ευρώπη μέσω της Ελλάδας. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία ενός άτυπου στρατοπέδου σε ένα από τα ελληνοτουρκικά συνοριακά σημεία διέλευσης στο Παζαρκουλέ, χώρο φιλοξενίας περίπου 60.000 μεταναστών και προσφύγων σε δύσκολες συνθήκες».
Αναφορικά με την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο η έκθεση υπογραμμίζει:
«Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας συγκρούστηκε όλο και περισσότερο με τις προτεραιότητες της ΕΕ στο πλαίσιο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας. Οι εντάσεις στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου αυξήθηκαν περαιτέρω κατά την περίοδο αναφοράς ως αποτέλεσμα των παράνομων ενεργειών και προκλητικών δηλώσεων της Τουρκίας που αμφισβητούν το δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας να εκμεταλλεύεται πόρους υδρογονανθράκων στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Τουρκία ανέπτυξε δύο γεωτρήσεις και δύο σεισμικά σκάφη στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κυπριακής Δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων των περιοχών που έχουν αδειοδοτηθεί από την κυπριακή κυβέρνηση σε ευρωπαϊκές εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου, καθώς και σε χωρικά ύδατα της Κύπρου».
Επισημαίνει δε ότι «το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τόνισε επίσης ότι σε περίπτωση νέων μονομερών ενεργειών ή προκλήσεων κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, η ΕΕ θα χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα και τις επιλογές που έχει στη διάθεσή της, συμπεριλαμβανομένων σύμφωνα με το άρθρο 29 ΣΕΕ και το άρθρο 215 ΣΛΕΕ, προκειμένου να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της και τα συμφέροντα των κρατών-μελών της».
Όσον αφορά στην υπογραφή του τουρκολιβυκού συμφώνου, η έκθεση αναφέρει ότι «η υπογραφή διμερούς μνημονίου συμφωνίας για την οριοθέτηση των περιοχών θαλάσσιας δικαιοδοσίας μεταξύ της Τουρκίας και της κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας της Λιβύης τον Νοέμβριο του 2019 αύξησε τις εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς αγνόησε τα κυριαρχικά δικαιώματα των νησιών της Ελλάδας στην εν λόγω περιοχή». Σημειώνει πως «υπήρξε μια απότομη αύξηση των προκλητικών ενεργειών από την Τουρκία προς την Ελλάδα, ιδίως τις τουρκικές υπερπτήσεις ελληνικών κατοικημένων περιοχών» και επισημαίνει: «Από αυτή την άποψη, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τον Δεκέμβριο του 2019, επιβεβαίωσε κατηγορηματικά την αλληλεγγύη του προς την Ελλάδα και την Κύπρο σχετικά με τις δράσεις της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο Πέλαγος. Τόνισε ότι το Μνημόνιο παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα τρίτων κρατών, δεν συμμορφώνεται με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας και δεν μπορεί να έχει νομικές συνέπειες για τρίτα κράτη».
Η έκθεση της Κομισιόν κάνει παράλληλα λόγο για «οπισθοδρόμηση» του δικαστικού συστήματος της Τουρκίας, ενώ υπογραμμίζει ότι «η δυσανάλογη εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων επηρεάζει αρνητικά την ελευθερία της έκφρασης».