της Ioana Marinescu (*)
Η ανάπτυξη στην ευρωζώνη είναι αναιμική και ανά πάσα στιγμή μπορεί να συμβεί ύφεση. Τι θα κάνουν οι κυβερνήσεις όταν εκδηλωθεί η επόμενη κρίση; Θα ακολουθήσουν πιθανότατα κεϊνσιανά σχέδια ανάκαμψης.
Η βασική ιδέα του κεϊνσιανισμού για την καταπολέμηση των κρίσεων είναι η εξής: η δημόσια δαπάνη τονώνει την οικονομία δημιουργώντας ζήτηση για τις επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και μέχρι την τελευταία κρίση του 2008, αυτή η πολιτική επικρίθηκε από ορισμένους οικονομολόγους επειδή υποτίθεται ότι αντιμετωπίζει τους ανθρώπους ως αφελή όντα και όχι ως έλλογους οικονομικούς παράγοντες. Τα στοιχεία όμως δικαιώνουν τον Κέινς: η δημοσιονομική πολιτική μπορεί να έχει σημαντικά αποτελέσματα στην ανάπτυξη και την απασχόληση. Σε μια περίοδο λεπτών αγελάδων, η δαπάνη ενός ευρώ από το κράτος μπορεί να αυξήσει το ΑΕΠ κατά δύο περίπου ευρώ.
Μετά την υιοθέτησή τους στη μεγάλη ύφεση της δεκαετία του ’30, οι κεϊνσιανές πολιτικές σημείωσαν υποχώρηση τη δεκαετία του ’70 όταν η οικονομική ύφεση συνοδεύτηκε από την άνοδο του πληθωρισμού. Στις συνθήκες αυτές, η πολιτική της ανάκαμψης μέσω των δημοσιονομικών δαπανών ενείχε τον κίνδυνο να αυξηθεί ακόμη περισσότερο ο πληθωρισμός. Παράλληλα με τα πρακτικά αυτά προβλήματα, είδε το φως μια νέα κριτική προς τον Κέινς. Η θεωρία του βασίζεται στην ιδέα ότι οι άνθρωποι θα δαπανήσουν τα χρήματα που θέτει σε κυκλοφορία η κυβέρνηση. Αν όμως οι άνθρωποι πιστεύουν ότι οι φόροι θα αυξηθούν στο μέλλον για να καλύψουν το σημερινό δημοσιονομικό έλλειμμα, δεν αυξάνουν τις δαπάνες τους, προτιμούν να αποταμιεύουν για να μπορούν να πληρώσουν τους φόρους τους. Αν αυτές οι κριτικές ευσταθούν, η κεϊνσιανή ανάκαμψη δεν μπορεί να τονώσει τη ζήτηση.
Μπορεί λοιπόν να λειτουργήσει αυτό το είδος της ανάκαμψης; Είναι ένα ερώτημα που μπορούμε να θέσουμε θεωρητικά, αλλά που τελικά χρειάζεται εμπειρικά δεδομένα για να μπορέσει να επιλυθεί. Η αντιπαράθεση μπορεί προς το παρόν να συνεχιστεί γιατί μας λείπουν αξιόπιστα μακροσκοπικά δεδομένα. Η πρόσφατη ύφεση όμως προσέφερε νέα στοιχεία για τη δημοσιονομική ανάκαμψη του 2009 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ανάκαμψη αυτή αποτελεί ένα ιδανικό εργαστήρι για να δοκιμαστούν στην πράξη οι κεϊνσιανές ιδέες. Η έκταση της ανάκαμψης, για παράδειγμα, δεν ήταν ίδια σε όλες τις αμερικανικές πολιτείες. Μπορούμε λοιπόν να κάνουμε συγκρίσεις ανάμεσα στις πολιτείες που έλαβαν μεγαλύτερη βοήθεια και σ’εκείνες που έλαβαν μικρότερη.
Στο επίπεδο των πολιτειών, ένα δολάριο ενίσχυσης που στέλνει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αυξάνει το ΑΕΠ κατά δύο περίπου δολάρια. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το ίδιο συμβαίνει και σε εθνικό επίπεδο; Ναι, απαντά ο Γκάμπριελ Τσόντοροου-Ράιχ από το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, που μελέτησε τις σχετικές έρευνες.
Ένα ανάλογο πείραμα έγινε στην Κένυα. Μερικά χωριά μπήκαν στην κληρωτίδα: αυτά που κέρδισαν έλαβαν χρήματα χωρίς κανέναν όρο. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό: για κάθε δολάριο που έλαβε ένας χωρικός, η τοπική οικονομία αυξήθηκε κατά 2,6 δολάρια, μια αναλογία δηλαδή ακόμη μεγαλύτερη από εκείνη που παρατηρήθηκε στην Αμερική το 2009. Η έρευνα αυτή δείχνει ότι οι διεθνείς οργανισμοί μπορούν να τονώσουν την ανάπτυξη σε αναπτυσσόμενες χώρες προσφέροντας απευθείας χρήματα στους πολίτες. Τόσο απλή ιδέα και δεν την είχε σκεφτεί κανείς!
Είναι λοιπόν εφικτό να αυξηθεί η ανάπτυξη μέσω της δημόσιας δαπάνης. Κι έτσι οι κυβερνήσεις μπορούν να χρησιμοποιήσουν καλύτερα τη δημοσιονομική πολιτική για να αντιμετωπίσουν την επόμενη κρίση.
(*) Η Ιοάνα Μαρινέσκου είναι καθηγήτρια Οικονομίας στο πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια
(Πηγή: Libération)