Το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε χθες Παρασκευή ότι ανέθεσε στη Microsoft τη γιγαντιαία σύμβαση για την ανάπτυξη του συστήματος του για την αποθήκευση δεδομένων στο Διαδίκτυο («cloud»), η αξία της οποίας ενδέχεται να φθάσει τα 10 δισεκατομμύρια δολάρια και την οποία διεκδικούσε επίσης η Amazon.
Η σύμβαση JEDI (Joint Enterprise Defense Infrastructure), δεκαετούς διάρκειας, έχει στόχο να εκσυγχρονιστούν τα συστήματα πληροφορικής των αμερικανικών ένοπλων δυνάμεων.
Για να διευκολυνθεί η ανάπτυξη της νέας αρχιτεκτονικής αποθήκευσης δεδομένων, το Πεντάγωνο αποφάσισε η σύμβαση να έχει μόνο έναν ανάδοχο, παρά να μοιραστεί σε πολλές εταιρείες με πολλές προσκλήσεις υποβολής προσφορών.
Η Google αποσύρθηκε από την κούρσα τον Οκτώβριο του 2018, εξηγώντας ότι «δεν έλαβε εγγυήσεις» ότι η σύμβαση αυτή θα «συμμορφωνόταν προς τις αρχές [της] όσον αφορά την τεχνητή νοημοσύνη».
Παρά τις επικρίσεις στη Σίλικον Βάλεϊ για τη συνεργασία εταιρειών με τον στρατό ή την αστυνομία στις ΗΠΑ, τόσο η Μάικροσοφτ όσο και η Άμαζον υπερασπίστηκαν, λίγο καιρό μετά την αποχώρηση της Γκουγκλ, τη συμμετοχή τους στον διαγωνισμό.
«Όλοι όσοι ζουν σε αυτή τη χώρα εξαρτώνται από την αμυντική της ισχύ», είχε επιχειρηματολογήσει σε ανάρτησή του σε εταιρικό ιστολόγιο ο Μπραντ Σμιθ, πρόεδρος της Μάικροσοφτ.
Ο επικεφαλής της Άμαζον, ο Τζεφ Μπέζος, είχε επισημάνει από τη δική του πλευρά πως η χώρα θα βρισκόταν αντιμέτωπη με «δυσκολίες» εάν «οι μεγάλες εταιρείες της τεχνολογίας γύριζαν την πλάτη στο αμερικανικό υπουργείο Άμυνας».
Το Πεντάγωνο είχε ανακοινώσει τον Αύγουστο την αναβολή του διαγωνισμού εν αναμονή έγκρισης του νέου υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ Μαρκ Έσπερ.
Η Άμαζον θεωρείτο στο παρελθόν το φαβορί του διαγωνισμού, όμως οι συχνές επικρίσεις του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ εναντίον του Μπέζος έριξαν βαριά σκιά στη διαδικασία. Ο Τραμπ πνέει τα μένεα εναντίον της εφημερίδας The Washington Post, που δημοσιεύει πολύ συχνά ρεπορτάζ και απόψεις που δεν τον κολακεύουν.
Ο μειοδοτικός διαγωνισμός σημαδεύτηκε από καταγγελίες περί σύγκρουσης συμφερόντων, που επίσης προσέλκυσαν την προσοχή του Τραμπ. Η Oracle είχε εκφράσει ανησυχία για τον ρόλο πρώην υπαλλήλου της Άμαζον που δούλευε πάνω στο έργο στο υπουργείο Άμυνας αλλά κατόπιν αυτοεξαιρέθηκε από τη διαδικασία, πριν εγκαταλείψει το υπουργείο και επιστρέψει στην Amazon Web Services.
Σε ανακοίνωση της, η AWS ανέφερε ότι το αποτέλεσμα του διαγωνισμού της προκάλεσε «έκπληξη» και ότι εάν οι προσφορές εξετάζονταν «αποκλειστικά» βάσει της αξίας τους, η έκβαση «ασφαλώς θα ήταν διαφορετική», ενώ ένα στέλεχός της είπε πως η εταιρεία του Μπέζος εξετάζει τρόπους να αμφισβητήσει την ανάθεση, που θεωρεί πως έπρεπε να γίνει σε αυτήν.
Την εβδομάδα που πέρασε, ο Έσπερ αυτοεξαιρέθηκε από τον έλεγχο του διαγωνισμού διότι ένας γιος του εργαζόταν παλιότερα στην IBM. Η IBM ήταν ανάμεσα στους αρχικούς διεκδικητές της σύμβασης και είχε υποβάλλει προσφορά, που όμως είχε ήδη απορριφθεί.