της Michelle Goldberg (*)
Στη διάρκεια της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, με παρηγορούσε συχνά η θεωρία του πολιτικού επιστήμονα του Γέιλ Στίβεν Σκόουρονεκ περί «πολιτικού χρόνου».
Με βάση αυτή τη θεωρία, η ιστορία των αμερικανών προέδρων προχωρεί με κύκλους διάρκειας 40 ως 60 ετών. Κάθε κύκλος ξεκινά με ηγέτες που καθορίζουν τα όρια των πολιτικών δυνατοτήτων για τους διαδόχους τους.
Ένα τέτοιο πρόσωπο ήταν ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ. Για πολλές δεκαετίες μετά την προεδρία του, τόσο οι Ρεπουμπλικανοί όσο και οι Δημοκρατικοί είχαν δεχθεί τις βασικές γραμμές του Νιου Ντιλ. Ενας άλλος ήταν ο Ρόναλντ Ρίγκαν. Υστερα από αυτόν, τόσο ο Μπιλ Κλίντον όσο και ο Μπάρακ Ομπάμα φοβόντουσαν τις υψηλές δαπάνες, τον πληθωρισμό και οτιδήποτε έφερνε στον νου τη «μεγάλη κυβέρνηση».
Ο Σκόουρονεκ θεωρούσε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ ανήκε στην κατηγορία των αουτσάιντερ που εκμεταλλεύονται την αδυναμία του κατεστημένου για να πάρουν την πρωτοβουλία. Στο τέλος καταρρέουν, παρασύροντας μαζί τους το παλιό καθεστώς. Ποτέ δεν επανεκλέγονται για δεύτερη φορά.
Αν λοιπόν ο Τραμπ δεν συμβόλιζε τη γέννηση ενός καινούργιου πράγματος, αλλά μόνο τους τελευταίους σπασμούς του ριγκανισμού, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ξεκινά τώρα ένα καινούργιο καθεστώς. Κι αυτό, παρόλο που ο Τζο Μπάιντεν έφτασε στην προεδρία χρησιμοποιώντας τα δόγματα του κατεστημένου, όχι αποκηρύσσοντάς τα.
Όταν ο νέος πρόεδρος μίλησε στην ορκωμοσία του για «ενότητα», αναφερόταν στην απόρριψη των σκοτεινών δυνάμεων που είχε απελευθερώσει ο προκάτοχός του. Ο Μπάιντεν αναλαμβάνει την προεδρία σε μια στιγμή που οι επικρατούσες απόψεις για τα ελλείμματα, τον πληθωρισμό και το μέγεθος της κυβέρνησης έχουν ανατραπεί. Με την έννοια αυτή, μπορεί να γίνει ο πρώτος πραγματικά μετα-ριγκανικός αμερικανός πρόεδρος.
Πολλοί από τους αξιωματούχους που έχει επιλέξει θα μπορούσε θαυμάσια να ανήκουν σε μια κυβέρνηση της Ελίζαμπεθ Γουόρεν. Επιπλέον, ο Μπάιντεν έχει υπογράψει διατάγματα για την αύξηση των επιδομάτων, έχει κάνει βήματα για την καθιέρωση ελαχίστου μισθού 15 δολαρίων την ώρα και έχει ανακοινώσει σχέδια για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
Αυτή είναι η δεύτερη Δημοκρατική κυβέρνηση στη σειρά που κληρονομεί μια χώρα την οποία κατέστρεψε ο προηγούμενος πρόεδρος. Όμως ο Μπάιντεν μπορεί να χτίσει πάνω στα διδάγματα από την πολιτική που ακολούθησε ο Ομπάμα σε σχέση με τη χρηματοπιστωτική κρίση. Ως αντιπρόεδρος του Ομπάμα, θεωρούσε ότι το σχέδιο ανάκαμψης ύψους ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων που είχε προτείνει ένας σύμβουλος του τότε προέδρου ήταν υπερβολικά υψηλό. Τώρα προωθεί μια πρόταση ύψους 1,9 τρισεκατομμυρίου δολαρίων.
Αυτό που έχει αλλάξει δεν είναι μόνο η προσέγγιση της πολιτικής, αλλά και εκείνη της οικονομίας. Ο Τζάρεντ Μπερνστάιν, μέλος της Επιτροπής Οικονομικών Συμβούλων του Μπάιντεν και βασικός οικονομικός σύμβουλος του τελευταίου όταν ήταν αντιπρόεδρος, λέει ότι οι σημερινές συσκέψεις είναι τελείως διαφορετικές από εκείνες που γίνονταν στην τελευταία οικονομική κρίση. Τότε, υπήρχε ένας διαδεδομένος φόβος ότι ο υπέρμετρος κυβερνητικός δανεισμός θα οδηγούσε σε αύξηση των επιτοκίων. Αυτό δεν υπάρχει πλέον.
Δεν έχει μετακινηθεί μόνο το Δημοκρατικό Κόμμα προς τα αριστερά. Αδιαφορούν και οι Ρεπουμπλικανοί για τα ελλείμματα. Και θα τους είναι πολύ δύσκολο να απορρίψουν προτάσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν υπέρ του δοκιμαζόμενου πληθυσμού. Ο Μπάιντεν θα έχει βέβαια να αντιμετωπίσει τον μηδενισμό των αντιπάλων του. Εχει όμως τουλάχιστον τη δυνατότητα να γίνει ο παππούς μιας πιο σοσιαλδημοκρατικής Αμερικής. Και η μετριοπάθειά του δεν τον εμποδίζει. Όπως λέει ο Σκόουρονεκ, «η μετριοπάθεια αποτελεί την εγκαθίδρυση μιας νέας κοινής λογικής».
(*) H Μισέλ Γκόλντμπεργκ είναι αρθρογράφος των New York Times
(Πηγή: New York Times)
MMH