Ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και ο κινέζος ομόλογός του Σι Τζινπίνγκ φθάνουν σήμερα στη Λίμα, όπου θα συμμετάσχουν στη σύνοδο χωρών της περιφέρειας Ασίας-Ειρηνικού σε ατμόσφαιρα τεταμένη εξαιτίας ιδίως της προοπτικής νέων εμπορικών πολέμων μετά την ανάληψη των καθηκόντων του Ντόναλντ Τραμπ.
Οι δυο ηγέτες προβλέπεται να συναντηθούν μεθαύριο Σάββατο στο περιθώριο της συνόδου της Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού (APEC), οργανισμού στον οποίο είναι ενταγμένες 21 χώρες μέλη που αντιπροσωπεύουν το 60% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Ο Δημοκρατικός πρόεδρος Μπάιντεν, 81 ετών, θα παραδώσει τον Ιανουάριο το τιμόνι στον Ρεπουμπλικάνο Ντόναλντ Τραμπ, τον νικητή των εκλογών της 5ης Νοεμβρίου.
Ο απερχόμενος πρόεδρος «θα εκμεταλλευθεί την ευκαιρία για να συνοψίσει τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για τη διαχείριση του ανταγωνισμού (των δύο χωρών) με υπεύθυνο τρόπο», σύμφωνα με ανώτερο αμερικανό αξιωματούχο. Παρά τις «βαθιές διαφωνίες», οι δύο υπερδυνάμεις σημείωσαν «πρόοδο σε πεδία κοινού ενδιαφέροντος». Η θητεία του Τζο Μπάιντεν σημαδεύτηκε από πολλές εντάσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, ωστόσο και οι δύο πλευρές έκαναν προσπάθειες να συνεχίσουν τον διάλογο.
Ωστόσο, η κατάσταση ενδέχεται να χειροτερέψει από τη στιγμή που θα αναλάβει καθήκοντα ο διάδοχός του. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του, ο Ντόναλντ Τραμπ υποσχέθηκε να υπερασπιστεί την αμερικανική βιομηχανία κι απείλησε να επιβάλει πρόσθετους δασμούς 10% έως 20% σε όλα τα εισαγόμενα προϊόντα, και έως 60% για αυτά που παράγονται στην Κίνα. Ο ασιατικός γίγαντας, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, αντιμετωπίζει κρίση στον τομέα των ακινήτων και άτονη κατανάλωση, προβλήματα που ενδέχεται να επιδεινωθούν μετά την επιστροφή του Ρεπουμπλικάνου στον Λευκό Οίκο.
Οι συνομιλίες θα αφορούν το τι μπορούν να «αναμένουν από τη μελλοντική κυβέρνηση Τραμπ ως προς το εμπόριο, τις συμμαχίες και άλλα ζητήματα», πρόσθεσε η ίδια πηγή. Πριν από τη σύνοδο των αρχών κρατών, αύριο Παρασκευή και μεθαύριο Σάββατο, σήμερα θα γίνουν σύνοδοι σε επίπεδο υπουργών, με τη συμμετοχή ιδίως του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν και της αμερικανίδας υπουργού Εμπορίου Κάθριν Τάι. Σκοπός είναι να προβληθεί η δέσμευση των ΗΠΑ να υποστηρίξουν την ανάπτυξη στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, όπου ο ανταγωνισμός με την Κίνα εντείνεται.
Παράλληλα, ο Σι Τζινπίνγκ θα εγκαινιάσει, μαζί με την περουβιανή ομόλογό του Ντίνα Μπολουάρτε, το πελώριο λιμάνι Τσανκάι, βόρεια από την πρωτεύουσα Λίμα. Με χρηματοδότηση της Κίνας ύψους 3,5 δισεκ. δολαρίων (3,3 δισεκ. ευρώ), το λιμάνι αυτό, που θα έχει δεκαπέντε αποβάθρες, αντανακλά την αυξανόμενη επιρροή του Πεκίνου στη Λατινική Αμερική, περιοχής που άλλοτε ανήκε σχεδόν αποκλειστικά στη σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ.
Το Περού σκοπεύει κατά τη διάρκεια της συνόδου να δώσει έμφαση σε θέματα όπως το εμπόριο και η ανάπτυξη, η καινοτομία και ο ψηφιακός μετασχηματισμός, καθώς και η βιώσιμη ανάπτυξη. Ο APEC, που ιδρύθηκε το 1989, στοχεύει να προωθήσει την οικονομική ανάπτυξη, τη συνεργασία και τις επενδύσεις στην περιοχή του Ειρηνικού. Στα μέλη του περιλαμβάνονται επίσης η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Ινδονησία, η Χιλή, ο Καναδάς, η Αυστραλία, το Μεξικό και η Ρωσία.
Ο Μπάιντεν θα έχει επίσης αύριο Παρασκευή συνομιλίες με τον πρωθυπουργό Σιγκέρου Ισίμπα και τον πρόεδρο της Νότιας Κορέας Γιουν Σοκ-γελ, στο πλαίσιο τριμερούς συνάντησης με τους ηγέτες δύο από τους συμμάχους-κλειδιά των ΗΠΑ στην Ασία. Ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν θα είναι απών. Η μεξικανή πρόεδρος Κλαούδια Σέινμπαουμ θα είναι επίσης απούσα, καθώς η χώρα της δεν αναγνώρισε ποτέ την κυβέρνηση της Ντίνα Μπολουάρτε μετά την παύση από το κοινοβούλιο και την αντικατάσταση του πρώην προέδρου Πέδρο Καστίγιο, εκλεγμένου με κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς, το 2022.
Πάνω από 13.000 αστυνομικοί αναπτύχθηκαν στην περουβιανή πρωτεύουσα των 10 εκατομμυρίων κατοίκων για να εγγυηθούν την ασφάλεια κατά τη διάρκεια της συνόδου, καθώς προγραμματίζονταν διαδηλώσεις σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη ραγδαία αύξηση των εκβιάσεων και των φόνων που αποδίδονται στο οργανωμένο έγκλημα και την αδυναμία των αρχών να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο, παρά την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που κήρυξαν πρόσφατα για 60 ημέρες, βγάζοντας τον στρατό στους δρόμους.