του Philippe Bernard (*)
Μια εποχή (όχι και τόσο μακρινή) η Ευρώπη συμβόλιζε την ελπίδα μιας νέας ελευθερίας: της ελεύθερης κυκλοφορίας ανθρώπων και εμπορευμάτων μεταξύ των 12 κρατών που την αποτελούσαν. Της κατάργησης των συνόρων, ουσιαστικά, για τα οποία οι Ευρωπαίοι έχυσαν τόσο αίμα.
Με αυτή τη λογική υπεγράφη τον Ιούνιο του 1990 στο Δουβλίνο μια ευρωπαϊκή συνθήκη για το δικαίωμα του ασύλου. Τριάντα χρόνια αργότερα, η ίδια αυτή σύμβαση έχει γίνει το σύμβολο του μεγάλου ευρωπαϊκού χάους ως προς το άσυλο.
To κείμενο του 1990 χαρακτηρίζεται από μια διπλή αδυναμία: δεν μπορεί ούτε να οργανώσει την αλληλεγγύη ούτε να εναρμονίσει τα κριτήρια στο ζήτημα της υποδοχής. Το αποτέλεσμα είναι όχι μόνο να κακοποιούνται τα ανθρώπινα δικαιώματα εκατοντάδων αιτούντων άσυλο, αλλά να οδηγούνται οι τελευταίοι να αναζητούν την τύχη τους σε μια δεύτερη χώρα όταν απορρίπτονται από την πρώτη.
Η ιδέα της συνθήκης του Δουβλίνου ήταν ακριβώς η αντίθετη: να προστατευθεί το δικαίωμα του ασύλου στον νέο ανοιχτό ευρωπαϊκό χώρο, ώστε να επωφελούνται τόσο οι μετανάστες όσο και οι ευρωπαίοι πολίτες. Η Ευρώπη, που μετά την πτώση του Τείχους βρισκόταν αντιμέτωπη με ένα κύμα αιτούντων άσυλο, είχε δύο ιδέες στο μυαλό της: να μην μπορούν οι μετανάστες να εκμεταλλεύονται την ελεύθερη κυκλοφορία για να καταθέτουν αιτήσεις σε πολλές χώρες και να εξασφαλίζεται η εξέταση κάθε φακέλου από μια μόνο χώρα, αντί να μεταφέρεται από τη μια χώρα στην άλλη. Η χώρα αυτή είναι η πρώτη στην οποία πατά το πόδι του ένας μετανάστης.
Η «καλή ιδέα» του 1990 αποδείχθηκε ανεφάρμοστη, καθώς μετέφερε όλο το βάρος στις περιφερειακές χώρες, όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Ελλάδα. Η συζήτηση για την αναθεώρηση της συνθήκης του Δουβλίνου έχει έτσι ξεκινήσει εδώ και χρόνια, και ιδιαίτερα μετά το κύμα του 2015-2016 που προκάλεσε ο πόλεμος στη Συρία.
Οι στρεβλές επιπτώσεις όμως της συνθήκης έχουν οξυνθεί τον τελευταίο καιρό, ιδιαίτερα για τη Γαλλία, που έχει γίνει χώρα δεύτερης επιλογής όχι μόνο γι’αυτούς που έχουν απορριφθεί αλλού, όπως στη Γερμανία, αλλά και για τους μετανάστες που θεωρητικά δεν μπορούν να ζητήσουν άσυλο επειδή έχει καταγραφεί η δίοδός τους από μια άλλη χώρα.
Στη διάρκεια των πρόσφατων επιχειρήσεων για τη διάλυση καταυλισμών στην περιοχή του Παρισιού, ακούσαμε με έκπληξη αφγανούς μετανάστες που ζητούν άσυλο στη Γαλλία να εξηγούν την κατάστασή τους στα γερμανικά. Ο λόγος είναι απλός: έμειναν πολλά χρόνια στη Γερμανία μέχρι να απορριφθεί η αίτησή τους. Από τους 121.000 αιτούντες άσυλο που καταγράφηκαν το 2019 στη Γαλλία, οι 45.000 είχαν περάσει από μια άλλη χώρα της Ευρώπης.
Μια διάταξη της συνθήκης του Δουβλίνου προβλέπει ότι αν ένας αιτών άσυλο έχει καταφέρει να γλιτώσει για έξι μήνες από την απέλαση σε μια χώρα, όπως τη Γαλλία, η χώρα πρώτης υποδοχής παύει να είναι υπεύθυνη γι’αυτόν και την αίτησή του πρέπει να την εξετάσει η Γαλλία. Το διάστημα αυτό μάλιστα παρατείνεται σε 18 μήνες αν ο μετανάστης είναι «φυγάς».
Εξ ου και ο μεγάλος αριθμός των μεταναστών που κοιμούνται στο δρόμο και περιμένουν, κρυμμένοι, να περάσει το διάστημα των έξι μηνών ώστε να καταθέσουν εκ νέου αίτηση για άσυλο. Το ποσοστό επιστροφής στη χώρα πρώτης υποδοχής είναι γύρω στο 10%, πράγμα που σημαίνει ότι το 90% των «θυμάτων του Δουβλίνου» καταφέρνει τελικά να καταθέσει αίτηση στη χώρα όπου θέλει να μείνει. Ένα σύστημα λοιπόν που αποσκοπεί στο να αποφύγει τις πολλαπλές αιτήσεις, τελικά τις ενθαρρύνει.
Κι αυτό δεν είναι όλο, γιατί στο τέλος οι περισσότερες αιτήσεις απορρίπτονται, χωρίς να είναι όμως δυνατή η απέλαση των μεταναστών είτε λόγω της μεγάλης διάρκειας της παραμονής τους στη χώρα είτε επειδή στην πατρίδα τους γίνεται πόλεμος. Υπάρχουν έτσι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη που δεν θα υπάρξει ποτέ νομική και ανθρωπιστική έκβαση της κατάστασής τους και θα συνεχίσουν να περιπλανώνται χωρίς καμιά προοπτική.
H Oύρσουλα φον ντερ Λάιεν υποσχέθηκε τον Σεπτέμβριο να καταργήσει το Δουβλίνο. Ας ελπίσουμε ότι θα έχει ευτυχή έκβαση το «Σχέδιο για τη μετανάστευση και το άσυλο», μια προσπάθεια συμβιβασμού ανάμεσα στις χώρες της πρώτης γραμμής που ζητούν περισσότερη αλληλεγγύη και τις ανατολικές χώρες που την αρνούνται.
(*) Ο Φιλίπ Μπερνάρ είναι αρθρογράφος της Monde
(Πηγή: Le Monde)
ΜΜΗ