Η πρώτη κυβέρνηση συνασπισμού της Ισπανίας στη μεταπολιτευτική εποχή -που αν και πήρε ψήφο εμπιστοσύνης με διαφορά μόλις δύο ψήφων μειοψηφεί στο Κοινοβούλιο- έχει μπροστά της ακόμη πολλούς σκοπέλους και προκλήσεις που πρέπει να ξεπεράσει, προκειμένου να φέρει εις πέρας το κυβερνητικό της έργο.
Οι 155 βουλευτές που συγκεντρώνουν τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού (οι Σοσιαλιστές του PSOE και οι Unidas Podemos) σε μία πολυκερματισμένη γεωγραφία του νέου Κοινοβουλίου, θα απαιτήσουν κι άλλους χειρισμούς και διαπραγματεύσεις με κόμματα με μικρή κοινοβουλευτική δύναμη, προκειμένου να περάσουν τα κρίσιμα νομοσχέδια, πολύ περισσότερο δε για να ψηφισθεί ο εκκρεμής προϋπολογισμός του κράτους.
Πρώτη προτεραιότητα της νέας κυβέρνησης είναι η ψήφιση του προϋπολογισμού, του οποίου άλλωστε η απόρριψη είχε προκαλέσει την πτώση της κυβέρνησης του Πέδρο Σάντσεθ και την έναρξη του εννεάμηνου κύκλου των υπηρεσιακών κυβερνήσεων και των δύο εκλογικών αναμετρήσεων.
Το οικονομικό επιτελείο του Σάντσεθ έχει αρχίσει να επεξεργάζεται έναν προϋπολογισμό με αυξημένες δαπάνες, εν μέρει για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των κομμάτων από τις περιφέρειες, με τα οποία συνήψε συμφωνίες προκειμένου να επιτευχθεί η ψήφος εμπιστοσύνης. Επιπλέον, ο νέος νόμος για τα οικονομικά του κράτους περιλαμβάνει μέτρα για την αύξηση των εσόδων, μέσα από τον ελάχιστο φόρο 15% για τις επιχειρήσεις (18% για τις επιχειρήσεις καυσίμων), αύξηση κατά δύο μονάδες του φόρου στα εισοδήματα άνω των 130.000 ευρώ και τέσσερις μονάδες για τα εισοδήματα άνω των 300.000 ευρώ. Τα μέτρα τούτα αφορούν το 0,4% των φορολογουμένων.
Στο πλαίσιο του προϋπολογισμού, η κυβέρνηση Σάντσεθ έχει δεσμευθεί για την αύξηση των κατώτατων συντάξεων και τη μεταρρύθμιση του συστήματος. Η αύξηση της κατώτατης σύνταξης στα 1.000 ευρώ μέσα στο 2020 (με προοπτική για 1.200 το 2024), ή μία έγκριση για ελάχιστη εγγυημένη σύνταξη, είναι μία από τις δεσμεύσεις της νέας κυβέρνησης, όμως θα πρέπει να πείσει ορισμένα από τα συνεργαζόμενα κόμματα του Κοινοβουλίου, που εκφράζουν φειδώ ως προς τα οικονομικά.
Το ζήτημα της Καταλονίας είναι ένα από τα πιο ακανθώδη κι επείγοντα θέματα που καλείται να επιλύσει η νέα κυβέρνηση. Ιδίως μετά τη συμφωνία με τους κεντροαριστερούς Καταλανούς αυτονομιστές του ERC, των οποίων η αποχή διευκόλυνε την ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση συνασπισμού. Ο εκπρόσωπός τους Γκαμπριέλ Ρουφιάν έχει αξιώσει άμεση έναρξη των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στη Μαδρίτη και την τοπική κυβέρνηση της Καταλονίας εντός δύο εβδομάδων. Η κυβέρνηση στοχεύει να περιορίσει τις παραχωρήσεις της σε μία μεταρρύθμιση του Καθεστώτος Αυτονομίας της περιφέρειας αυτής, που θα προσφέρει μεγαλύτερη αυτονομία. Από την πλευρά τους οι Καταλανοί διεκδικούν την έγκριση ενός δημοψηφίσματος για την αυτοδιάθεση της επαρχίας τους, κάτι που όμως θα χρειασθεί μία μεταρρύθμιση του Συντάγματος για την οποία όμως η κυβέρνηση δεν διαθέτει πλειοψηφία. Παράλληλα, η αντιπολίτευση στη Μαδρίτη απειλεί να προσφύγει στο Συνταγματικό Δικαστήριο εάν μεταρρυθμισθεί το Καθεστώς Αυτονομίας.
Μία άλλη από τις μεγάλες προκλήσεις για την κυβέρνηση PSOE-Podemos είναι η μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας. Η νέα κυβέρνηση προτείνει τη θέσπιση ενός νέου καταστατικού εργασίας, την απαγόρευση των απολύσεων για μακρόχρονη απουσία λόγω αναρρωτικών αδειών, τη σύναψη νέων συλλογικών συμβάσεων και την απαγόρευση να προτάσσεται το εργασιακό καθεστώς της εταιρείας έναντι του κλαδικού καταστατικού.
Μεταξύ των άλλων νομοθετικών ρυθμίσεων που η νέα κυβέρνηση προωθεί είναι και ο νόμος για την ασφάλεια του πολίτη, του επιλεγόμενου και ‘νόμου φίμωτρο’, ενώ επίσης προβλέπεται και η θέσπιση του νόμου για την ευθανασία και τον αξιοπρεπή θάνατο. Σε γενικότερο πλαίσιο, η νέα κυβέρνηση προτείνει μία συνολική μεταρρύθμιση του πλαισίου για την απονομή της δικαιοσύνης. Πάντως, κατά τα φαινόμενα, στον τομέα αυτό η νέα κυβέρνηση δεν αναμένεται να συναντήσει δυσκολία να συγκεντρώσει τις απαιτούμενες ψήφους. Το ίδιο αναμένεται να ισχύσει και για τη μεταρρύθμιση του Άρθρου 324 για την πάταξη της διαφθοράς και την ασυλία από σχετικές διώξεις, που καθιστούν αδύνατη την τιμωρία για οικονομικά εγκλήματα. Επίσης, στους στόχους της κυβέρνησης είναι η μεταρρύθμιση του νόμου για την βαρύτητα των σεξουαλικών εγκλημάτων.
Μεγαλύτερη δυσκολία θα αντιμετωπίσει η κυβέρνηση Σάντσεθ στη γενικότερη μεταρρύθμιση που επιδιώκει για τη σύνθεση και λειτουργία των ανώτατων θεσμικών οργάνων του κράτους, όπως το Συνταγματικό Δικαστήριο και το Συμβούλιο του Κράτους. Εκεί η κυβέρνηση θα χρειασθεί πλειοψηφία τριών πέμπτων σε Κοινοβούλιο και Γερουσία για να περάσει τους σχετικούς νόμους. Γεγονός που καθιστά αναγκαία την ψήφισή τους κι από την αντιπολίτευση, συνεπώς προς το παρόν η όποια πρωτοβουλία για τη μεταρρύθμιση τούτη είναι μάλλον καταδικασμένη εκ των προτέρων.
Μέσα στα νομοθετικά σχέδια της κυβέρνησης περιλαμβάνεται και η μείωση των κρατικών επιδοτήσεων στα πολιτικά κόμματα, στο επίπεδο της κάλυψης των αναγκαίων λειτουργιών τους.
Μία από τις πιο φιλόδοξες νομοθετικές πρωτοβουλίες της νέας κυβέρνησης είναι και η έγκριση του νόμου για την προστασία του περιβάλλοντος και για την κλιματική αλλαγή, που προβλέπει μείωση των εκπομπών αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Η πρόταση περιλαμβάνει ένα σχέδιο για μετάβαση σε ήπιες ενεργειακές πηγές με στόχο έως το 2050 το 100% της ηλεκτρικής ενέργειας να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές.
Αλλά και η μεταρρύθμιση των νόμων για την Παιδεία είναι ένα από τα στοιχήματα της νέας κυβέρνησης. Η βασική αρχή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης εδράζεται στην απαγόρευση των διακρίσεων στα σχολεία λόγω της προέλευσης των μαθητών, ενώ θα παύονται οι επιδοτήσεις για τα σχολεία που κάνουν διάκριση φύλων. Επιπλέον, το μάθημα των θρησκευτικών θα είναι προαιρετικό, χωρίς να χρειάζεται να συμπληρωθεί από άλλο μάθημα, ενώ οι βαθμοί του δεν θα προσμετρώνται στη συνολική επίδοση του μαθητή.
Γιώργης-Βύρων Δάβος
Πηγή: EFE, El Pais, El Publico, El Mundo