Ο επικεφαλής της υπηρεσίας πληροφοριών των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων υποστράτηγος Ααρών Χαλίβα υπέβαλε την παραίτησή του, αναλαμβάνοντας «την ευθύνη του» για την αποτυχία να προληφθεί η χωρίς προηγούμενο επίθεση που πραγματοποιήθηκε στις 7 Οκτωβρίου από το ισλαμιστικό παλαιστινιακό κίνημα Χαμάς εναντίον του Ισραήλ, ανακοινώθηκε από τις ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις.
Πρόκειται για τον πρώτο ισραηλινό αξιωματούχο -πολιτικό ή στρατιωτικό- που παραιτείται μετά την αιματηρή επιδρομή μαχητών της Χαμάς, που αιφνιδίασε το Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου, την πιο αιματηρή ημέρα στην ιστορία του ισραηλινού κράτους από την ίδρυσή του το 1948.
Ο υποστράτηγος Χαλίβα, «σε συντονισμό με τον αρχηγό του γενικού επιτελείου, ζήτησε να τερματισθούν τα καθήκοντά του», ανέφεραν σε ανακοίνωσή τους οι ένοπλες δυνάμεις.
«Αποφασίσθηκε ο στρατηγός Χαλίβα να εγκαταλείψει τα καθήκοντά του και να αποστρατευθεί μόλις διοριστεί ο διάδοχός του».
«Στις 7 Οκτωβρίου 2023, η Χαμάς πραγματοποίησε μια φονική αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον του Κράτους του Ισραήλ (…) η υπηρεσία πληροφοριών που βρισκόταν υπό τη διοίκησή μου δεν επιτέλεσε την αποστολή που μας είχε ανατεθεί», αναφέρει ο υποστράτηγος Χαλίβα, ο οποίος υπηρετεί εδώ και 38 χρόνια στις ένοπλες δυνάμεις, στην επιστολή παραίτησής του που δόθηκε στη δημοσιότητα από τον ισραηλινό στρατό.
«Από τότε κουβαλάω μαζί μου αυτή τη μαύρη ημέρα. Τη μια μέρα μετά την άλλη, τη μια νύχτα μετά την άλλη. Θα κουβαλάω για πάντα μαζί μου αυτό τον τρομερό πόνο», προσθέτει.
Η επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου στοίχισε τη ζωή σε 1.170 ανθρώπους, στην πλειονότητά τους αμάχους, σύμφωνα με καταμέτρηση του Γαλλικού Πρακτορείου βασισμένη στα επίσημα ισραηλινά στοιχεία.
Το Ισραήλ άρχισε σε αντίποινα μια στρατιωτική επιχείρηση στη λωρίδα της Γάζας, την οποία κυβερνά η Χαμάς, υποσχόμενο να εξαλείψει αυτή την παλαιστινιακή οργάνωση, μαχητές της οποίας οδήγησαν επίσης στις 7 Οκτωβρίου στη Γάζα 250 ομήρους, από τους οποίους περίπου 100 αφέθηκαν ελεύθεροι στη διάρκεια μιας εκεχειρίας στα τέλη Νοεμβρίου.
Οι ισραηλινές επιχειρήσεις στη Γάζα έχουν στοιχίσει τη ζωή σε περισσότερους από 34.000 ανθρώπους, στην πλειονότητά τους γυναίκες και παιδιά, σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας της Χαμάς.