Μία φιλική συμφωνία μεταξύ δύο ίσων και νομικά αυτόνομων πλευρών είναι αποφασισμένη να διεκδικήσει η Βρετανία στις διαπραγματεύσεις που ξεκινούν την άλλη εβδομάδα στις Βρυξέλλες για μία εμπορική συμφωνία με την ΕΕ καθώς, όπως δήλωσε στη Βουλή των κοινοτήτων ο υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Μάικλ Γκοβ, η κυβέρνηση θέλει την καλύτερη δυνατή εμπορική σχέση με την ΕΕ, αλλά δεν σκοπεύει να θυσιάσει την κυριαρχία της για να πετύχει αυτό το στόχο.
Παρουσιάζοντας στους βουλευτές την στρατηγική που σκοπεύει να ακολουθήσει η βρετανική κυβέρνηση, ξεκινώντας τη Δευτέρα 2 Μαρτίου, οπότε ορίστηκε η έναρξη των διαπραγματεύσεων των δύο πλευρών, ξεκαθάρισε ότι στο πλαίσιο «αναζήτησης μίας συμφωνίας δεν θα εγκαταλείψουμε την κυριαρχία μας». «Σεβόμαστε την κυριαρχία της ΕΕ, την αυτονομία και την έννομη τάξη της και περιμένουμε να σεβαστούν τα δικά μας. Δεν θα αποδεχτούμε ούτε θα συμφωνήσουμε σε υποχρεώσεις στις οποίες οι νόμοι μας θα είναι ευθυγραμμισμένοι με της ΕΕ ή των θεσμών της, συμπεριλαμβανομένου του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου» είπε.
Βουλευτές των Εργατικών κατηγόρησαν την κυβέρνηση ότι δεν υλοποιεί τη δέσμευση της να ολοκληρώσει το Brexit και ότι απομακρύνεται από τις αρχικές της δεσμεύσεις να διασφαλίσει τα οφέλη που απολαμβάνει μέχρι σήμερα η χώρα, όπως και από τη συμμετοχή της στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
Ο Γκόβ ισχυρίστηκε ότι η κυβέρνηση παραμένει δεσμευμένη στην εφαρμογή της συμφωνίας αποχώρησης, συμπεριλαμβανομένου του πρωτοκόλλου για την Βόρεια Ιρλανδία, και στην υλοποίηση της πολιτικής διακήρυξης, ωστόσο δεν πιστεύει πως πρέπει να ευθυγραμμιστεί με τους νόμους της ΕΕ για να προστατεύσει τα πρότυπα σε τομείς όπως οι περιβαλλοντικές και εργασιακές προστασίες. «Δεν χρειαζόμαστε την άδεια της ΕΕ για να είμαστε ένα ελεύθερο έθνος που θα ηγείται στον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής και της κοινωνικής προόδου… δεν βλέπουμε γιατί το τεστ καταλληλότητας σε αυτούς τους τομείς θα πρέπει να είναι προσηλωμένο στην ευρωπαϊκή νομοθεσία και να υπόκειται στα ευρωπαϊκά μοντέλα διακυβέρνησης. Η ΕΕ δεν εφαρμόζει τέτοιες αρχές σε συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με άλλα ανεξάρτητα κράτη και δεν θα πρέπει να ισχύουν ούτε για το κυρίαρχο Ηνωμένο Βασίλειο» είπε.
Ο Γκοβ επανέλαβε ότι δεν θα υπάρχουν σύνορα στην Ιρλανδική Θάλασσα και ότι το εμπόριο μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και του υπόλοιπου Ηνωμένου Βασιλείυ θα είναι ανεμπόδιστο, ενώ για την αλιεία στα βρετανικά ύδατα δήλωσε ότι η χώρα θα ρυθμίσει την πρόσβαση σε αυτά με τους δικούς της όρους.
Βουλευτές του Εθνικού κόμματος Σκοτίας κατηγόρησαν την κυβέρνηση ότι «αιθεροβατεί», εάν πιστεύει ότι η ΕΕ θα αποδεχτεί κάτι άλλο από την πλήρη εφαρμογή της πολιτικής διακήρυξης και ότι η διαπραγματευτική πολιτική που παρουσίασε δεν είναι τίποτε άλλο από έναν οδηγό για την «αγαπημένη μη συμφωνία που ήταν η πραγματική φιλοδοξία των ζηλωτών του Brexit».
Η Συνομοσπονδία Εργατικών Ενώσεων (TUC) σε ανακοίνωση που εξέδωσε επισημαίνει ότι η διαπραγματευτική πολιτική της κυβέρνησης βάζει σε κίνδυνο τις θέσεις εργασίας και τα δικαιώματα των εργαζομένων και ότι προτεραιότητά της θα πρέπει να είναι μία καλή συμφωνία με την ΕΕ, αντί να ρισκάρει τις ζωές των ανθρώπων απειλώντας και πάλι με μία καταστροφική μη συμφωνία. «Εγκαταλείποντας τους ισότιμους όρους ανταγωνισμού, οι υπουργοί υπονομεύουν σκόπιμα σημαντικές προστασίες, όπως το δικαίωμα των αμειβόμενων αδειών και τις ώρες εργασίας. Και οι δυσκολότερες συναλλαγές με την ΕΕ διακινδυνεύουν την εργασία και το επίπεδο ζωής» αναφέρεται.
Στην διαπραγματευτική στρατηγική που παρουσιάστηκε δεν προβλέπεται καμία παράταση της τρέχουσας μεταβατικής περιόδου, πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 2020, και αναμένεται η ολοκλήρωση ενός ευρύτερου πλαισίου των διαπραγματεύσεων τον Σεπτέμβριο. Η βρετανική κυβέρνηση επιφυλάσσεται να αποφασίσει εάν θα εγκαταλείψει τις προσπάθειες προς μία συμφωνία με την ΕΕ και να στραφεί στις προετοιμασίες που συνεπάγεται μία απόφαση για μη συμφωνία, εάν μέχρι τον Ιούνιο δεν σημειωθεί πρόοδος στις συνομιλίες για ένα πλαίσιο συμφωνίας.