Μαρία Γαβουνέλη στο in: Γιατί Ελλάδα και Τουρκία δεν μπορούν να ασκήσουν κυριαρχικά δικαιώματα χωρίς συμφωνία

Μαρία Γαβουνέλη στο in: Γιατί Ελλάδα και Τουρκία δεν μπορούν να ασκήσουν κυριαρχικά δικαιώματα χωρίς συμφωνία

Τι είναι κυριαρχία και τι κυριαρχικό δικαίωμα; Μπορούν Ελλάδα και Τουρκία να ασκήσουν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα χωρίς να προχωρήσουν σε οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών; Τι προβλέπει η Συνθήκη της Λωζάννης και τι η Συνθήκη των Παρισίων; Στην περίπτωση επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια η Ελλάδα ενοχλεί μόνο την Τουρκία;

Η Μαρία Γαβουνέλη, καθηγήτρια Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και γενική διευθύντρια του ΕΛΙΑΜΕΠ, εξηγεί στο in τα ζητήματα που αφορούν τον ελληνοτουρκικό διάλογο και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Μπορεί να υπάρχει διαφορετικό εύρος στα χωρικά ύδατα στην περιοχή του Αιγαίου;

Ναι – Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας ρητώς ορίζει ότι το παράκτιο κράτος μπορεί να επεκτείνει τα χωρικά του ύδατα (ή αιγιαλίτιδα ζώνη) έως τα 12νμ από την ξηρά, χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση ή περιορισμό. Η ρύθμιση αυτή συνιστά επίσης εθιμικό κανόνα, που δεσμεύει ακόμη και χώρες που δεν έχουν υπογράψει και επικυρώσει την Σύμβαση, όπως η Τουρκία.

Υπενθυμίζεται ότι η Ελλάδα έχει 12 νμ αιγιαλίτιδας ζώνης στο Ιόνιο έως και το ακρωτήριο Ταίναρο (Νόμος 4767/2021) ενώ στις ανατολικές ακτές παραμένουν τα 6νμ (Νόμος 230/1936, όπως κωδικοποιήθηκε στο Νομοθετικό Διάταγμα 187/1973). Ομοίως, η Τουρκία έχει 12νμ αιγιαλίτιδα ζώνη στον Εύξεινο Πόντο και στην Ανατολική Μεσόγειο και 6νμ στο Αιγαίο.

Στην περίπτωση του Αιγαίου, μπορούν η Ελλάδα και η Τουρκία να κάνουν έρευνες για υδρογονάνθρακες πέραν των χωρικών τους υδάτων χωρίς μεταξύ τους συμφωνία για τις θαλάσσιες ζώνες;

Ναι και όχι – Η έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων από το παράκτιο κράτος συναρτάται με τα κυριαρχικά δικαιώματα που αυτό έχει χωρίς προκήρυξη ή άλλη πράξη στην υφαλοκρηπίδα του, η οποία φθάνει στα 200νμ από την ξηρά.

Όπου η γεωγραφία δεν επιτρέπει την πλήρη ανάπτυξη 400νμ (200+200) ώστε τα παράκτια κράτη να έχουν το πλήρες εύρος υφαλοκρηπίδας που επιτρέπει η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, οι εμπλεκόμενες χώρες οφείλουν να οριοθετήσουν από κοινού την υφαλοκρηπίδα τους με βάση το διεθνές δίκαιο … προκειμένου να επιτευχθεί μια δίκαιη λύση.

Τί ακριβώς σημαίνει η φράση αυτή προσπαθούν να μας εξηγήσουν οι αποφάσεις οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών από το Διεθνές Δικαστήριο του ΟΗΕ στη Χάγη, το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας στο Αμβούργο και πολλά διαιτητικά δικαστήρια, οι οποίες ακολουθούν όλες την ίδια μεθοδολογία αν και κρίνουν την κάθε περίπτωση χωριστά.

Όταν δεν υπάρχει ακόμη τέτοια συμφωνία οριοθέτησης, όπως στο Αιγαίο, τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν, κατά το άρθρο 83 της Σύμβασης, αφενός μια θετική υποχρέωση συνεργασίας καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια για να συνάψουν προσωρινές διευθετήσεις πρακτικής φύσης, οι οποίες πάντως δεν επηρεάζουν την τελική οριοθέτηση, και αφετέρου μια αρνητική υποχρέωση αποχής από ενέργειες που θέτουν σε κίνδυνο ή παρεμποδίζουν την επίτευξη τελικής συμφωνίας.

Οι υποχρεώσεις αυτές ισχύουν κατά την διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου διαπραγμάτευσης, η οποία πάντως θα πρέπει να είναι εύλογη.

Επομένως, εφόσον οι δυο πλευρές βρίσκονται σε οποιασδήποτε μορφής διαδικασία συνεννόησης, η διττή υποχρέωση συνεργασίας και αποχής ισχύει. Αν η διαδικασία καταλήξει προσχηματική, ευλόγως η αντίστοιχη υποχρέωση υποχωρεί.

Τί είναι κυριαρχία και τί κυριαρχικό δικαίωμα;

Κυριαρχία είναι η πλήρης εξουσία που ασκεί το κράτος στην επικράτειά του, η οποία περιλαμβάνει και την αιγιαλίτιδά του ζώνη.

Κυριαρχικά δικαιώματα είναι το κομμάτι της κυριαρχίας που ασκεί το παράκτιο κράτος σε συγκεκριμένη θαλάσσια ζώνη, πέραν της αιγιαλίτιδας, και μόνο για τα δικαιώματα που ρητώς ορίζει η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, η οποία στο σημείο αυτό ταυτίζεται με εθιμικό κανόνα που δεσμεύει και τις χώρες που δεν έχουν υπογράψει και επικυρώσει την Σύμβαση, όπως η Τουρκία.

Έτσι, αν η κυριαρχία θεωρηθεί μια πίτα, στην υφαλοκρηπίδα το παράκτιο κράτος έχει δυο κομμάτια της πίτας που αντιστοιχούν στο δικαίωμα έρευνας και στο δικαίωμα εκμετάλλευσης των μεταλλευτικών και μη ζώντων πόρων που βρίσκονται σε αυτή.

Αντιστοίχως, στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, το παράκτιο κράτος έχει τέσσερα κομμάτια της πίτας που αντιστοιχούν στο δικαίωμα εξερεύνησης, στο δικαίωμα εκμετάλλευσης, στο δικαίωμα διατήρησης και στο δικαίωμα διαχείρισης όλων των φυσικών πόρων, ζώντων και μη, που βρίσκονται σε αυτή.

Η Ελλάδα και η Τουρκία μπορούν να ασκήσουν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα χωρίς οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών;

Στην πραγματικότητα όχι – Τόσο η υφαλοκρηπίδα, η οποία υπάρχει αυτομάτως χωρίς ανάγκη ανακήρυξης από το παράκτιο κράτος, όσο και η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, η οποία απαιτεί προκήρυξη από το παράκτιο κράτος, εκτείνονται έως τα 200νμ από την ξηρά.

Αν όμως η γεωγραφία δεν επιτρέπει την πλήρη ανάπτυξη των 200νμ απαιτείται οριοθέτηση, που με την σειρά της απαιτεί συμφωνία μεταξύ των μερών.

Στο μέτρο που δεν υπάρχει οριοθέτηση χωρίς συμφωνία, οι δυο χώρες στην πραγματικότητα δεν μπορούν να ασκήσουν πλήρως τα κυριαρχικά τους δικαιώματα επ’ αυτών.

Τί συμβαίνει με τα νησιά και τις νησίδες, των οποίων η Τουρκία αμφισβητεί την κυριαρχία στο Αιγαίο; Τί προβλέπει η Συνθήκη της Λωζάννης; Τί προβλέπει η Συνθήκη των Παρισίων;

Τα νησιά του Αιγαίου δεν ενώθηκαν με τον εθνικό κορμό την ίδια χρονική στιγμή και επομένως το καθεστώς τους εξαρτάται από την σύμβαση με την οποία αναγνωρίστηκαν ως Ελληνικό έδαφος.

Το εδαφικό καθεστώς των νησιών του Βορείου Αιγαίου ρυθμίζεται κυρίως στο άρθρο 12 της Σύμβασης της Λωζάννης του 1923 ενώ η Δωδεκάνησος παραχωρείται με το άρθρο 15 στην Ιταλία (το άρθρο 15 της Συνθήκης της Λωζάννης επαναλαμβάνεται σχεδόν επί λέξει στη Σύμβαση των Παρισίων του 1947, με την οποία η Δωδεκάνησος παραχωρείται στην Ελλάδα).

Τα κείμενα των σχετικών άρθρων έχουν ως εξής:

Άρθρον 12

Η ληφθείσα απόφασις τη 13η Φεβρουαρίου 1914 υπό της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου εις εκτέλεσιν των άρθρων 5 της Συνθήκης του Λονδίνου της 17/30 Μαΐου 1913, και 15 της Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913, η κοινοποιηθείσα εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν τη 13 Φεβρουαρίου 1914 και αφορώσαι εις την κυριαρχίαν της Ελλάδος επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός της Ιμβρου, Τενέδου και των Λαγουσών νήσων (Μαυρυών), ιδία των νήσων Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας, επικυρούται υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης των συναφών προς τας υπό την κυριαρχίαν της Ιταλίας διατελούσας νήσους, περί ων διαλαμβάνει το άρθρον 15.

Εκτός αντιθέτου διατάξεως της παρούσης Συνθήκης, αι νήσοι αι κείμεναι εις μικροτέραν απόστασιν των τριών μιλλίων της ασιατικής ακτής παραμένουσιν υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν.

Άρθρον 15

Η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί των κάτωθι απαριθμουμένων νήσων, τουτέστι της Αστυπαλαίας, Ρόδου, Χάλκης, Καρπάθου, Κάσσου, Τήλου, Νισύρου, Καλύμνου, Λέρου, Πάτμου, Λειψούς, Σύμης και Κω, των κατεχομένων νυν υπό της Ιταλίας και των νησίδων των εξ αυτών εξαρτωμένων, ως και της νήσου Καστελλορίζου.

Με βάση τα κείμενα αυτά η ελληνική θέση στο Αιγαίο είναι ξεκάθαρη: η τουρκική κυριαρχία περιορίζεται μόνο σε όσα νησιά, νησίδες και βραχονησίδες βρίσκονται εντός ζώνης τριών μιλίων από την τουρκική ακτή, με την εξαίρεση της Ίμβρου, της Τενέδου και των Λαγουσών νήσων στο στόμιο του Ελλησπόντου – πχ. οι νησίδες των Ιμίων βρίσκονται σε απόσταση 3.8 μιλίων από την τουρκική ακτή και άρα εκτός της τουρκικής ζώνης των 3 μιλίων που καθορίζει το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάννης.

Αντίθετα η τουρκική πλευρά ισχυρίζεται ότι μόνο όσα νησιά ρητώς αναφέρονται στο άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάννης περιέρχονται στην ελληνική κυριαρχία και πάντως σε κάθε περίπτωση όχι οι νησίδες και οι βραχονησίδες της περιοχής που δεν αναφέρονται καθόλου στα σχετικά άρθρα.

Πέραν της μεταφοράς κυριαρχίας επί των νησιών, οι συνθήκες της εποχής προέβλεπαν και την αποστρατικοποίηση ορισμένων από τα αυτά υπό συγκεκριμένους όρους. Έτσι το άρθρο 13 της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923 προέβλεπε την μερική αποστρατικοποίηση της Λέσβου, της Χίου, της Σάμου και της Ικαρίας.

Η Σύμβαση της Λωζάννης του 1923 για τα Στενά προέβλεπε την πλήρη αποστρατικοποίηση όλης της περιοχής με συγκεκριμένες υποχρεώσεις για την Ελλάδα στην Σαμοθράκη και την Λήμνο και αντίστοιχες υποχρεώσεις για την Τουρκία σε όλη την περιοχή των Στενών, την Ίμβρο, την Τένεδο και τις Λαγούσες Νήσους.

Η σύμβαση αυτή αντικαταστάθηκε με την Σύμβαση του Montreux του 1936 για το καθεστώς των Στενών. Σε κάθε περίπτωση, οι πολύ συγκεκριμένοι όροι της αποστρατικοποίησης (πχ. σπάθα τόσων εκατοστών) είναι σήμερα παντελώς ξεπερασμένοι όπως άλλωστε και η όλη έννοια, η οποία καταλήγει αστεία στην εποχή των drones και των πυραύλων – και αυτό είναι το επιχείρημα της Ελλάδος, πέραν του αυτονοήτου δικαιώματος της άμυνας έναντι κάθε απειλής, ιδίως στο μέτρο που το casus belli της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης για την περίπτωση μονομερούς επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης της Ελλάδας στο Αιγαίο ισχύει ακόμη.

Προσφάτως η Τουρκία άρχισε να αναπτύσσει το επιχείρημα ότι η μεταβίβαση κυριαρχίας τόσο για τα νησιά του Αιγαίου όσο και για τα Δωδεκάνησα τελεί υπό την υπόρρητη προϋπόθεση της τήρησης της υποχρέωσης αποστρατικοποίησης.

Αυτό όμως δεν προκύπτει ούτε από το σαφές κείμενο των συμβάσεων ούτε από τις περιστάσεις της εποχής και τις τότε διαπραγματεύσεις.

Ενδιαφέρον είναι επίσης ότι η Τουρκία δεν μετέχει στη Σύμβαση Ειρήνης των Παρισίων, που απέδωσαν τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα, και έτσι δεν μπορεί να επικαλεστεί δικαίωμα από αυτή.

Τα νησιά δικαιούνται αιγιαλίτιδας και ΑΟΖ και από τί εξαρτάται η επήρειά τους;

Σύμφωνα με το άρθρο 121 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, τα νησιά έχουν όλες τις θαλάσσιες ζώνες: αιγιαλίτιδα, συνορεύουσα, υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Οι βράχοι, που δεν μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή δική τους οικονομική ζωή, δεν έχουν αποκλειστική οικονομική ζώνη ή υφαλοκρηπίδα αλλά εξακολουθούν να έχουν αιγιαλίτιδα και συνορεύουσα, μια ζώνη αστυνομικής κυρίως δικαιοδοσίας που η Ελλάδα πάντως δεν έχει ανακηρύξει.

Η Σύμβαση δεν εξειδικεύει περαιτέρω τί σημαίνει ανθρώπινη διαβίωση ή ίδια οικονομική ζωή, έχουμε όμως μια πρώτη ερμηνεία στην απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου στην υπόθεση της Νότιας Σινικής Θάλασσας, η οποία τόνισε την εγγενή και διαχρονική ικανότητα ενός τέτοιου νησιού να υποστηρίξει ανθρώπινη διαβίωση και οικονομική ζωή.

Η επήρεια κάθε νησιού είναι στοιχείο της οριοθέτησης και υπολογίζεται ανά περίπτωση κατά τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης, χωρίς να εξαρτάται υποχρεωτικά από το μέγεθος ή τον πληθυσμό του. Έτσι στην οριοθέτηση μεταξύ Τυνησίας και Λιβύης, το Διεθνές Δικαστήριο έδωσε στο μεγάλο νησί της Djerba στην Τυνησία μισή επήρεια και καμία επήρεια στην ακατοίκητη Νήσο των ‘Οφεων στην οριοθέτηση μεταξύ Ρουμανίας και Ουκρανίας στον Εύξεινο Πόντο  ενώ το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας δεν έδωσε καμία επήρεια στο κατοικημένο νησί Saint Martin στην οριοθέτηση μεταξύ Μυανμάρ και Μπαγκλαντές.

Διαφορετική επήρεια των νησιών προβλέπεται επίσης και σε συμφωνίες οριοθέτησης: έτσι στην συμφωνία οριοθέτησης μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδος το 2020, τα δυο μέρη έδωσαν πλήρη επήρεια στην Κέρκυρα, την Κεφαλλονιά και την Ζάκυνθο, επήρεια ¾ στους Οθωνούς και το Μαθράκι και μισή επήρεια στο σύμπλεγμα των Στροφάδων.

Η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου τι συμβιβασμούς θα σημάνει για την Ελλάδα;

Κανείς δεν ξέρει. Αυτό που ξέρουμε μετά βεβαιότητας είναι ότι κανένα διεθνές δικαστήριο δεν πρόκειται ποτέ να δώσει στο ένα μέρος 100% των αιτημάτων του και 0% στο άλλο. Όλες οι δικαστικές και διαιτητικές αποφάσεις τέμνουν την διαφορά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο – και τούτο για να εξασφαλίσουν την σταθερότητα της δικανικής κρίσης: αν και οι δυο πλευρές έχουν κάτι να χάσουν, δεν θα επιχειρήσουν να ανατρέψουν την απόφαση στην πράξη.

Η Ελλάδα μπορεί να προχωρήσει μονομερώς στην επέκταση των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο στα 12 νμ; Αν γίνει αυτό επηρεάζει και ενοχλεί μόνο την Τουρκία; Τι επιπτώσεις έχει και για άλλες χώρες;

Νομικά ναι αλλά στην πράξη όχι – Ο προσδιορισμός του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης είναι μονομερής πράξη του παράκτιου κράτους, μια από τις πέντε μόλις μονομερείς πράξεις που προβλέπει η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας.

Στην πράξη η διακριτική ευχέρεια της Ελλάδας περιορίζεται σοβαρά από την γεωγραφία και πολιτικούς παράγοντες. Σε πάρα πολλά σημεία, ο χώρος απλώς δεν υπάρχει και πρέπει να γίνει οριοθέτηση σε συμφωνία με την γείτονα: η Χίος απέχει από τον Τσεσμέ 9νμ ενώ η απόσταση μεταξύ Σάμου και μικρασιατικής ακτής είναι μόλις 500 μέτρα.

Σε κάθε περίπτωση, η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης της Ελλάδας σε 12νμ θα μετέτρεπε το Αιγαίο σε ελληνική λίμνη και θα ανάγκαζε πλοία με ξένη σημαία, που σήμερα διασχίζουν το Αιγαίο περνώντας από περιοχές ανοικτής θάλασσας χωρίς έλεγχο ή άδεια, να υποβληθούν στους περιορισμούς της αβλαβούς διέλευσης, η οποία πάντως μπορεί να ανασταλεί ανά πάσα στιγμή αν η Ελλάδα θεωρήσει ότι διαταράσσεται η ειρήνη, η τάξη ή η ασφάλειά της, ή να εξαναγκαστούν να περάσουν από τα στενά διεθνούς ναυσιπλοΐας που ενδεχομένως να ορίσει η πατρίς μεταξύ συγκεκριμένων νησιών κατά την ρητή επιφύλαξη που υποβλήθηκε κατά τον χρόνο κύρωσης της Σύμβασης.

Είναι προφανές ότι η αντίδραση δεν θα περιοριζόταν στην Τουρκία αλλά και στις λοιπές χώρες του Ευξείνου Πόντου: την Βουλγαρία, την Ρουμανία, την Ουκρανία, την Ρωσία, την Γεωργία – και φυσικά και τους υπέρμαχους της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας, μεταξύ των οποίων κυρίως οι ΗΠΑ.

Το 2020 η Ελλάδα είχε δικαίωμα να θεωρήσει εισβολή την κίνηση του Oruc Reis και των τουρκικών φρεγατών που το συνόδευαν πέραν των έξι ναυτικών μιλίων;

Το εγγενές δικαίωμα άμυνας του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ προϋποθέτει παραβίαση της κυριαρχίας μιας χώρας, με άλλα λόγια είσοδο στην αιγιαλίτιδα ζώνη της Ελλάδας, η οποία στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο έχει εύρος 6νμ.

Οι απόψεις διΐστανται ως προς το αν δημιουργείται δικαίωμα άμυνας και για παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του παράκτιου κράτους στην υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ καθώς μια τέτοια επέκταση θα διευρύνει υπερβολικά το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος άμυνας, που συνιστά εξαίρεση στην γενική απαγόρευση χρήσης βίας και επομένως πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικά.

Αυτονοήτως το παράκτιο κράτος μπορεί να λάβει αστυνομικά μέτρα κατ’ αυτών που δεν σέβονται την αποκλειστικότητα των δικαιωμάτων του σε αυτές τις θαλάσσιες ζώνες.

Πού ακριβώς βρίσκονται τα σύνορα μεταξύ των νόμιμων αστυνομικών μέτρων και της παράνομης χρήσης βίας εξαρτάται από τις περιστάσεις της κάθε περίπτωσης ξεχωριστά. Μέχρι σήμερα δεν έχουμε σαφή ένδειξη από την νομολογία των διεθνών δικαστικών σχηματισμών ως προς τα κριτήρια της διάκρισης.

Το τουρκολιβυκό μνημόνιο γιατί είναι παράνομο;

Οι διατάξεις για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας ξεκινούν: Σε περίπτωση που οι ακτές δυο κρατών κείνται έναντι αλλήλων… (άρθρο 15, οριοθέτηση αιγιαλίτιδας ζώνης) και Η οριοθέτηση μεταξύ κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές… (άρθρα 74 και 83, οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ αντίστοιχα).

Επομένως προαπαιτούμενο για κάθε οριοθέτηση είναι η ύπαρξη αντικείμενων ακτών – οι οποίες απλώς δεν υπάρχουν μεταξύ Τουρκίας και Λιβύης καθώς παρεμβάλλονται τα ελληνικά νησιά της νοτίου Δωδεκανήσου, μεταξύ των οποίων η Ρόδος, η Κάρπαθος και η Κάσος καθώς και η Κρήτη. Σχετική νομολογία δεν υπάρχει καθώς κανείς δεν είχε σκεφθεί να παρακάμψει την γεωγραφία.

Τι προβλέπει η Συνθήκη της Λωζάννης για την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης;

Το άρθρο 45 της Συνθήκης της Λωζάννης αναφέρει απλώς ότι η Ελλάδα υποχρεούται να παραχωρήσει στην μουσουλμανική μειονότητα στα εδάφη της τα ίδια δικαιώματα που υποχρεούται, κατά τα άρθρα 39-44, να αναγνωρίσει η Τουρκία στους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς που βρίσκονται στο έδαφός της. Η προστασία των μειονοτήτων ανάλογα με τον θρησκευτικό τους προσδιορισμό στη Συνθήκη της Λωζάννης συνάδει απολύτως με την ιστορική χρήση της θρησκείας ως διακριτικού των πληθυσμών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Είναι Τούρκοι οι μουσουλμάνοι της Θράκης; Έχουν δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζονται ως Μουσουλμάνοι της Θράκης;

Η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης περιλαμβάνει τρεις βασικές κατηγορίες:  πρόσωπα που αυτοπροσδιορίζονται ως Τούρκοι, Πομάκους μουσουλμανικού θρησκεύματος και Ρομά μουσουλμανικού θρησκεύματος.

Για πολλά χρόνια, το ελληνικό κράτος θεωρούσε όλους τους μουσουλμάνους της Θράκης ενιαία ομάδα, γεγονός που επέτρεπε στην Τουρκία να εμφανίζεται ως προστάτης όλων των μουσουλμάνων στην περιοχή.

Από την δεκαετία του 1980 η Ελλάδα αρνείται να δεχθεί σωματεία και ενώσεις που αναφέρονται σε εθνικές και όχι θρησκευτικές μειονότητες, θεωρώντας ότι προσβάλουν την εσωτερική δημόσια τάξη.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Bekir Ousta και άλλοι κατά Ελλάδος (2007) και στην ομάδα ομοειδών με αυτή υποθέσεων θεώρησε η άρνηση αυτή αντίκειται στην ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι κατά το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ότι, ακόμη κι αν γίνεται επίκληση εθνοτικών χαρακτηριστικών, ο περιορισμός ξεπερνά τα όρια που γίνονται ανεκτά σε μια δημοκρατική κοινωνία, η δημόσια τάξη της οποίας πάντως δεν κινδυνεύει.

Loading

Play