Δικαστήριο της Μόσχας επέβαλε ποινές κάθειρξης 5 έως 12 ετών σε πέντε πρώην αστυνομικούς, που επιχείρησαν να ενοχοποιήσουν το δημοσιογράφο του ιστότοπου Meduza Ιβάν Γκολουνόφ, τοποθετώντας ναρκωτικά στο σπίτι και το σακίδιό του.
Το δικαστήριο αποφάσισε επίσης να τους αφαιρέσει όλα τα αξιώματα, δίχως να έχουν δικαίωμα να εργαστούν σε κρατικές θέσεις για πέντε χρόνια αφότου εκτίσουν την ποινή τους.
Ταυτόχρονα, το δικαστήριο ανταποκρίθηκε θετικά στην αγωγή που είχε καταθέσει ο Γκολουνόφ εναντίον τους, επιδικάζοντας αποζημίωση ύψους 5 εκατομμυρίων ρουβλίων (περίπου 56.000 ευρώ), την οποία θα καταβάλλουν ισομερώς οι καταδικασθέντες.
Ένας από τους δικηγόρους των αστυνομικών δήλωσε ότι θα εφεσιβάλλει την απόφαση.
Ο ίδιος ο Ιβάν Γκολουνόφ δεν θα εφεσιβάλλει την καταδικαστική απόφαση σε βάρος των πρώην αστυνομικών, αφού όπως δήλωσε ο δικηγόρος του Σεργκέι Μπαντάμσιν, «τα αιτήματα μας έχουν ικανοποιηθεί».
O 38χρονος Γκολουνόφ είχε συλληφθεί τον Ιούνιο του 2019 με την κατηγορία της διακίνησης ναρκωτικών.
Οι αστυνομικοί ισχυρίστηκαν ότι βρήκαν στο σπίτι και στο σακίδιό του ναρκωτικά.
Ο Ρώσος δημοσιογράφος είχε δηλώσει ότι τα ναρκωτικά του τα τοποθέτησαν οι αστυνομικοί, ενώ μετά το σάλο που προκλήθηκε από την υπόθεση αυτή, στις 11 Ιουνίου ο υπουργός Εσωτερικών Βλαντίμιρ Καλακόλτσεφ δήλωσε ότι σταματά η δίωξη κατά του Γκολούνοφ, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων.
Η σύλληψη του Ιβάν Γκολουνόφ τον περασμένο Ιούνιο είχε προκαλέσει κύμα διαμαρτυριών από υποστηρικτές του, οι οποίοι δήλωναν ότι εκείνος συνελήφθη για τις δημοσιογραφικές του έρευνες μέσα από τις οποίες είχε αποκαλύψει φαινόμενα διαφθοράς, στα οποία εμπλέκονταν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης της Μόσχας και της αστυνομίας.
Ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν, αφότου αποκαλύφθηκε η σκευωρία των αστυνομικών εναντίον του δημοσιογράφου, απέπεμψε από τις θέσεις τους δύο υψηλόβαθμους αξιωματούχους της αστυνομίας.
Ο ρωσικός ανεξάρτητος ιστότοπος Meduza (ο οποίος έχει πλέον καταχωρηθεί στο μητρώο των «ξένων πρακτόρων»), την 1η Ιουλίου του 2019 δημοσίευσε το πρώτο ρεπορτάζ του δημοσιογράφου Ιβάν Γκολουνόφ, εξαιτίας του οποίου φαίνεται πως είχε συλληφθεί τον Ιούνιο με την κατηγορία της διακίνησης ναρκωτικών.
Το ρεπορτάζ του Γκολουνόφ επικεντρώθηκε στο πώς άτομα από την Σταυρούπολη ελληνικής καταγωγής (όπως φαίνεται από τα επίθετά τους), που είχαν στενούς δεσμούς με υψηλόβαθμους αξιωματούχους της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας FSB της Μόσχας, άρχισαν να ελέγχουν τα νεκροταφεία της Μόσχας και των περιχώρων της, και κυρίως όλες τις δραστηριότητες που σχετίζονται με την ταφή των νεκρών.
Στο άρθρο αναφέρονταν τα ονόματα δύο υψηλόβαθμων αξιωματούχων της FSB της Μόσχας, του Αλεξέι Ντοροφέγεφ και του Μαράτ Μεντόγεφ.
Σύμφωνα με το άρθρο-έρευνα, το μοίρασμα της αγοράς που σχετίζεται με την ταφή των νεκρών είχε αρχίσει πριν από μερικά χρόνια.
Ο τζίρος της αγοράς αυτής φθάνει τα 14-15 δισεκατομμύρια ρούβλια ετησίως (σύμφωνα με την εκτίμηση της Διεύθυνσης Εμπορίου και Υπηρεσιών της κυβέρνησης της Μόσχας).
Μάλιστα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, τα έσοδα του κρατικού οργανισμού Ritual έφθαναν ετησίως τα 1,7 δισεκ. ρούβλια (19 εκατ. ευρώ) έως τα 3 δισεκ. ρούβλια (33,5 εκατ. ευρώ).
Το 2016 ο συγκεκριμένος οργανισμός μονοπωλούσε όλη την σχετική πληροφόρηση για τις κηδείες, ενώ στη δικαιοδοσία του ήταν όλοι οι χώροι που χρησιμοποιούνται για τις τελετές, όπως και οι χώροι στα νοσοκομεία και στα νεκροτομεία.
Δείτε επίσης: Ιταλία: Νέες αφίξεις μεταναστών και προσφύγων στην Λαμπεντούζα