Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αναφέρθηκε χθες το βράδυ στο ενδεχόμενο μιας «δίκαιης» εμπορικής συμφωνίας με την Κίνα, χωρίς ωστόσο να έχουν ξεκινήσει οι σχετικές διαπραγματεύσεις.
Σε ερώτηση δημοσιογράφου αν «εξετάζετε να μειώσετε τους δασμούς» στα εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα, ο Τραμπ απάντησε ότι θα υπάρξει «μια δίκαιη συμφωνία με την Κίνα, θα είναι δίκαιη».
Ο Ρεπουμπλικάνος διευκρίνισε από τον Λευκό Οίκο ότι το χρονοδιάγραμμα για τη μείωση των επιπλέον δασμών «εξαρτάται» από το Πεκίνο, ενώ διαβεβαίωσε ότι είναι «καθημερινά» σε επαφή με την Κίνα.
«Τα πάω πολύ καλά με τον πρόεδρο Σι (Τζινπίνγκ) και ελπίζω ότι θα μπορέσουμε να καταλήξουμε σε συμφωνία», δήλωσε ο Τραμπ.
Ο Τραμπ είχε αναφερθεί νωρίτερα στο ενδεχόμενο «σημαντικής» μείωσης των επιπλέον δασμών για τα κινεζικά προϊόντα, προκαλώντας ανακούφιση στις παγκόσμιες αγορές.
«Είμαι αισιόδοξος αναφορικά με μια συμφωνία με την Κίνα και είμαι αισιόδοξος ότι θα μπορέσουμε να ρίξουμε λίγο τη θερμοκρασία», επεσήμανε ο οικονομικός σύμβουλος του προέδρου Στίβεν Μιράν.
Το Πεκίνο εμφανίστηκε επίσης ανοικτό σε διαπραγματεύσεις: «Αν πρέπει να πολεμήσουμε, θα πάμε μέχρι τέλους, αλλά οι πόρτες του διαλόγου παραμένουν ορθάνοιχτες», δήλωσε ο Γκούο Ζιακούν, εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών.
Προς το παρόν, αυτές οι διαπραγματεύσεις δεν έχουν ξεκινήσει, σύμφωνα με τον Αμερικανό υπουργό Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ, ο οποίος υπογράμμισε ότι αναμένουμε «να μπορέσουμε να μιλήσουμε».
Ο Τραμπ ενδέχεται να συνεχίσει να επιδιώκει μια συμφωνία με την Κίνα προκειμένου να αποφύγει την εχθρότητα των οικονομικών αγορών, αν και υπάρχει ανησυχία ότι «η τελική πρόταση θα είναι ευνοϊκή για την Κίνα».
Οι επιπλέον δασμοί που έχει επιβάλει ο Ρεπουμπλικάνος στο Πεκίνο ανέρχονται στο 145%. Αυτή η κατάσταση έχει προκαλέσει αναταραχή στις αγορές.
Αντίθετα, ο Κινέζος πρεσβευτής στον ΟΗΕ, Φου Κονγκ, επέκρινε τις ΗΠΑ για τους δασμούς τους, κατηγορώντας τις ότι διαταράσσουν «σοβαρά την παγκόσμια οικονομική τάξη».
Ο Σκοτ Μπέσεντ δήλωσε ότι το κινεζικό οικονομικό μοντέλο «δεν είναι βιώσιμο» και βλάπτει τόσο την Κίνα όσο και τον υπόλοιπο κόσμο.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ