του Charlemagne (*)
Χρειάζεται πολλή δυστυχία για να αναγκαστούν οι ευρωπαίοι πολιτικοί να αναλάβουν δράση για τη μετανάστευση. Μόνο όταν άρχισαν να συσσωρεύονται πτώματα στη Λαμπεντούζα αναγνώρισαν οι ευρωπαίοι ηγέτες το 2013 την προσφυγική κρίση στα σύνορα της Ευρώπης.
Στο αποκορύφωμα της κρίσης, το 2015, όταν ένα εκατομμύριο άνθρωποι έφτασαν στην Ευρώπη, μόνο οι πιο δραματικές ιστορίες γίνονταν γνωστές. Σε μια από αυτές, 71 άνθρωποι – περιλαμβανομένων τεσσάρων παιδιών – έπαθαν ασφυξία μέσα σε ένα φορτηγό μεταφοράς κρέατος.
Σε σχέση με τέτοια φρικτά επεισόδια, η δυστυχία στη Μόρια ήταν μια δευτερεύουσα ιστορία. Μέχρι που ο καταυλισμός πήρε φωτιά στις 9 Σεπτεμβρίου και 13.000 άνθρωποι έμειναν χωρίς στέγη. Το γεγονός αυτό ανάγκασε την ΕΕ να επισπεύσει τις διαδικασίες για τη δημοσιοποίηση του νέου συμφώνου για τη μετανάστευση.
Οι Βρυξέλλες έχουν ένα άχαρο έργο μπροστά τους. Μια κυβέρνηση μπορεί να πέσει εξαιτίας του προσφυγικού. Οι λαϊκιστές έχουν εκμεταλλευθεί στο έπακρο αυτή την κατάσταση. Στην άλλη πλευρά, τα πράσινα και τα αριστερά κόμματα σφυροκοπούν τους αντιπάλους τους όταν υιοθετούν ακραία γλώσσα. Από τις στάχτες της Μόριας έχουν ανακύψει και πάλι παλιές διαφορές. Η Γερμανία υποσχέθηκε να πάρει 2.750 αιτούντες άσυλο από τα ελληνικά στρατόπεδα, η Αυστρία επιμένει ότι δεν θα πάρει κανέναν.
Η δουλειά της Κομισιόν είναι να βρει έναν συμβιβασμό ανάμεσα στους ανθρωπιστές, τους σκληροπυρηνικούς και τις χώρες υποδοχής όπως η Ελλάδα. Οι τελευταίες πρέπει να είναι πιο αυστηρές στην καταγραφή των αφίξεων. Παρά τους κανόνες που ισχύουν, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες που φτάνουν, ας πούμε, στην Ιταλία συνηθίζουν να καταλήγουν στη βόρεια Ευρώπη. Mε βάση τους νέους κανόνες, οι αφίξεις θα χωρίζονται σε κατηγορίες. Αυτοί που είναι πιθανό ότι θα λαμβάνουν άσυλο θα διαχωρίζονται από εκείνους που προέρχονται από σχετικά ασφαλείς χώρες. Στη συνέχεια, θα υπάρχει κατανομή των πρώτων σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.
Το πρόβλημα είναι πως χώρες όπως η Ουγγαρία απορρίπτουν κατηγορηματικά ένα τέτοιο σχήμα. Και το να υποχρεώσεις κάποιον να δείξει γενναιοδωρία είναι μια συνταγή για δυστυχία. Οι πρόσφυγες δεν θέλουν να πάνε στην Ουγγαρία. Και η Ουγγαρία δεν θέλει να τους πάρει. Το να προσπαθήσεις να υποχρεώσεις χώρες με μικρή ιστορία στη μετανάστευση να συνηθίσουν κάτι τέτοιο μέσα σε μερικά χρόνια είναι παράλογο και δεν θα πετύχει.
Η Κομισιόν αναζητεί έτσι άλλους τρόπους κατανομής των βαρών. Μια ιδέα που εξετάζεται είναι οι σκληροπυρηνικές χώρες να μπορούν ευκολότερα να απομακρύνουν ανθρώπους χωρίς δικαίωμα σε άσυλο. Η απέλαση είναι δύσκολη υπόθεση. Είναι ακριβή, νομικά περίπλοκη και απαιτεί ισχυρή διπλωματία. Σήμερα, μόνο το 40% εκείνων που απορρίπτεται η αίτησή τους για άσυλο επιστρέφουν στην πατρίδα τους. Χωρίς ένα αποτελεσματικό σύστημα απελάσεων, ένα επικίνδυνο ταξίδι στην ΕΕ αποτελεί έναν υπολογισμένο κίνδυνο, ακόμη και για κάποιον από τη Νιγηρία ή τη Σενεγάλη, που οι αιτήσεις των υπηκόων τους για άσυλο απορρίπτονται στο 90% των περιπτώσεων.
Το να ανατεθεί στους σκληροπυρηνικούς αυτό το καθήκον θα έλυνε εν μέρει το πρόβλημα της αλληλεγγύης. Θα τραυμάτιζε όμως την εικόνα της ΕΕ ως προμαχώνα των φιλελεύθερων αξιών. Οσο σκληρό κι αν ακούγεται, η ΕΕ ή θα έχει ένα σύστημα ασύλου που θα ανταποκρίνεται στα ανθρωπιστικά ιδεώδη αλλά θα αποτυγχάνει στην πράξη ή θα έχει ένα σύστημα που λειτουργεί. Ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες χαίρονται να δείχνουν ανθρωπισμό. Άλλες χαίρονται να είναι σκληρές. Μια επιτυχημένη πανευρωπαϊκή στρατηγική της μετανάστευσης πρέπει να έχει και τα δύο στοιχεία.
Ακόμη και αυτή η προσέγγιση μπορεί βέβαια να αποτύχει. Η τελευταία κρίση εξακολουθεί να δηλητηριάζει τη συζήτηση, παρόλο που τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Την περίοδο 2015-2016, πέρασαν τα σύνορα 1,4 εκατομμύριο άνθρωποι. Σήμερα, μόνο 140.000 άνθρωποι φτάνουν κάθε χρόνο με «άτακτο» τρόπο. Χρειάζεται λοιπόν αποδραματοποίηση της κατάστασης. Όταν πρόκειται όμως για τους πρόσφυγες, οι ευρωπαίοι ηγέτες ανεβάζουν κατακόρυφα τους τόνους.
Αν δεν είναι δυνατή η επίτευξη συμφωνίας σε μια σχετικά ήρεμη περίοδο, το μόνο που μένει είναι να περιμένουμε μια κρίση. Για να φτάσει η ΕΕ στην αμοιβαιοποίηση του χρέους, έπρεπε να ζήσει τη μεγαλύτερη ύφεση της ιστορίας της. Κάτι ανάλογο μπορεί να γίνει με το άσυλο. Αλλά μια συμφωνία θα έχει πολύ υψηλό κόστος.
(*) O Charlemagne είναι αρθρογράφος του Economist
(Πηγή: The Economist)