Ο λαϊκισμός ήρθε άραγε για να μείνει ή ήδη υποχωρεί;

Ο λαϊκισμός ήρθε άραγε για να μείνει ή ήδη υποχωρεί;

της Gillian Tett (*)

 

Εχει πιάσει «ταβάνι» ο λαϊκισμός στην Ευρώπη; Αυτή είναι μια ερώτηση που διάφοροι ειδικοί στην Ευρώπη και στην Αμερική θέτουν τον τελευταίο καιρό μετ’ επιτάσεως.

Το ίδιο πρέπει να διερωτώνται όμως και πολλοί ψηφοφόροι.

Η δύναμη των λαϊκιστών αυξήθηκε πολύ στη Δύση αυτή τη δεκαετία. Σύμφωνα με μια μελέτη του ιδρύματος Bridgewater, το ποσοστό των ψηφοφόρων στις βιομηχανικές χώρες που επιλέγουν αντισυστημικούς υποψήφιους αυξήθηκε από 7% το 2010 (όσο ήταν ουσιαστικά στα περισσότερα μεταπολεμικά χρόνια) σε 35% το 2017.

Την τελευταία φορά που είδαμε κάτι τέτοιο ήταν τη δεκαετία του 1930, όταν το ποσοστό έφτασε το 40%. Και παρόλο που το Bridgewater δεν έχει δημοσιεύσει στοιχεία μετά το 2017, το πιθανότερο είναι πως το ποσοστό έχει αυξηθεί ακόμη περισσότερο.

Χώρες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, όπως η Ιταλία, η Βραζιλία, η Ουγγαρία και η Σουηδία, έχουν γνωρίσει πρόσφατα ανησυχητικά υψηλά επίπεδα λαϊκισμού. Το ίδιο συμβαίνει και στη Βρετανία, αν κρίνουμε από τη μάχη για το Brexit.

Το εντυπωσιακό είναι πως, αντίθετα με τη δεκαετία του 1930, η ανάπτυξη του λαϊκισμού γίνεται σε μια περίοδο χωρίς βαθιά οικονομική ύφεση.

Είναι αλήθεια πως η ανάπτυξη αυτής της δεκαετίας ήταν άνιση. Όπως είπε ο Ντένις ΜακΝτόναφ, πρώην προσωπάρχης του Μπαράκ Ομπάμα, το 70% των Αμερικανών εξακολουθούν να βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι πριν από την κρίση του 2008.

Ακόμη και εν μέσω αυτής της ανισότητας όμως (που στην Ευρώπη δεν ήταν τόσο έντονη), η ανάπτυξη αυτή την περίοδο ήταν μεγάλη.

Εξ ου και το ερώτημα: αν – και όταν – συμβεί μια οικονομική κάμψη, ο λαϊκισμός θα γίνει ακόμη πιο δημοφιλής; Η έχει πιάσει «ταβάνι»;

Οι απόψεις διίστανται. Στο φεστιβάλ των Financial Times το περασμένο Σάββατο, ο ιστορικός Σάιμον Σάμα επέμεινε ότι ο λαϊκισμός υποχωρεί ήδη στην Ευρώπη: στις πρόσφατες ευρωεκλογές, είπε, οι εθνικιστές δεν σημείωσαν τα ποσοστά που πολλοί περίμεναν. 

Ο ΜακΝτάναφ, πάλι, εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι οι συνθήκες στις ΗΠΑ είναι ώριμες για να εμφανιστεί ένας πιο κεντρώος υποψήφιος κατά του Τραμπ στις επόμενες εκλογές. Και οι αισιόδοξοι πιστεύουν ότι η αντίδραση στην απόφαση του Τζόνσον να κλείσει το κοινοβούλιο δείχνει ότι και οι Βρετανοί απορρίπτουν τον λαϊκισμό.

Αλλοι δεν είναι τόσο βέβαιοι. Είναι άγνωστο, για παράδειγμα, ποιος θα κερδίσει τη μάχη ανάμεσα στον Τζόνσον και το κοινοβούλιο. Και δεν είναι καθόλου προφανές ότι ο Τραμπ θα χάσει τη μάχη του 2020. Πολλοί αναλυτές της Γουολ Στριτ μάλιστα πιστεύουν ότι θα την κερδίσει.

Αν κοιτάξουμε επίσης πρόσφατες δημοσκοπήσεις, θα βρούμε λόγους και για να ελπίσουμε και λόγους για να απογοητευτούμε.

Δημοσκόπηση του ινστιτούτου Ipsos, για παράδειγμα, δείχνει ότι το 64% των ανθρώπων ηλικίας 16-74 ετών σε όλο τον κόσμο θέλουν έναν αυταρχικό ηγέτη για να πάρει τη χώρα τους πίσω από τους «πλούσιους και ισχυρούς». Το 49% αισθάνονται ότι “για να πάει καλά η χώρα χρειάζεται ένας αυταρχικός ηγέτης που θα παραβιάζει τους κανόνες”. Και το 62% θεωρεί ότι “οι ειδικοί δεν καταλαβαίνουν τη ζωή ανθρώπων σαν κι εμάς».

Τα καλά νέα είναι ότι αυτοί οι αριθμοί δεν έχουν αλλάξει ουσιαστικά από το 2016. Τα κακά νέα είναι ότι οι αριθμοί είναι πολύ υψηλοί.

Υπάρχουν και μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις χώρες. Στη Γαλλία, το 77% θέλει έναν αυταρχικό ηγέτη που να παραβιάζει τους κανόνες, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στη Βρετανία και τις ΗΠΑ είναι 52% και 35%.

Μια άλλη εντυπωσιακή δημοσκόπηση έγινε σε 15 χώρες από το Yes Foundation στο Κίεβο και δείχνει ότι το ένα τέταρτο του πληθυσμού είναι λαϊκιστές. Το μεγαλύτερο ποσοστό (40%) παρατηρείται στη Βραζιλία, ενώ στη Νότια Αφρική και την Ουκρανία είναι 30%. 

Όπως θα ανέμενε κανείς, ο λαϊκισμός είναι υψηλότερος στις χώρες όπου οι ψηφοφόροι δηλώνουν πως δεν είναι ευχαριστημένοι. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι πολίτες χωρών όπως η Ουκρανία, η Τουρκία, η Γαλλία και η Βραζιλία εκφράζουν ενθουσιασμό για την ιδέα η κυβέρνηση να παίζει ρόλο στην επιδίωξη της ευτυχίας τους.

Όμως ο λαϊκισμός δεν είναι εξ ορισμού κάτι κακό. Μια άλλη δημοσκόπηση του βρετανικού ινστιτούτου Echo δείχνει ότι ο λαϊκισμός οδηγεί σε ένα νέο είδος πολιτικής στράτευσης γύρω από ζητήματα όπως το περιβάλλον: το 53% των Βρετανών και το 57% των Αμερικανών λένε ότι έχουν στείλει επιστολές σε κυβερνήσεις και εταιρείες, έχουν υπογράψει ψηφίσματα και έχουν λάβει μέρος σε πορείες.

Μήπως λοιπόν θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε το λαϊκιστικό κύμα για να αναπροσαρμόσουμε την πολιτική στις ανάγκες των πολιτών; Αυτή είναι η πρόκληση που έχουμε μπροστά μας. 

 

(*) H Τζίλιαν Τετ είναι αρθρογράφος των Financial Times

 

(Πηγή: Financial Times)

© ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ. Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ΑΕ.

Loading