Tίποτα δεν χρωματίζει μια εποχή περισσότερο από το είδος των σκανδάλων της. Το 1987, η χρησιμοποίηση από τον Τζο Μπάιντεν κάποιων φράσεων του Νιλ Κίνοκ χωρίς να αναφέρει το όνομα του βρετανού πολιτικού ήταν αρκετές για να τον αναγκάσουν να αποσυρθεί από την κούρσα για την προεδρία. Πέραν της κατηγορίας της λογοκλοπής, όμως, η ουσία είναι ότι με τη φράση «ήμουν ο πρώτος στην οικογένειά μου που μπήκε στο Πανεπιστήμιο» ο Μπάιντεν ήθελε να αναδείξει τις εργατικές του ρίζες και να παίξει το ταξικό χαρτί σε μια χώρα που θεωρεί ότι έχει ξεπεράσει αυτά τα πράγματα.
Αντικαταστήστε τον Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο με τον Ντόναλντ Τραμπ και ο Μπάιντεν τελειώνει τη δουλειά που άφησε ημιτελή πριν από 33 χρόνια. Ο υποψήφιος των Δημοκρατικών δέχεται ισχυρή πίεση από το κόμμα του να εμπλακεί σε έναν πολιτισμικό πόλεμο, γύρω από το φυλετικό ζήτημα, την αστυνόμευση, την ελευθερία της έκφρασης και το τι σημαίνει να είσαι άνδρας ή γυναίκα. Ο Τραμπ προσπάθησε να τον παρασύρει σε αυτόν τον δρόμο και στο χθεσινό «ντιμπέιτ» στο Οχάιο. Αλλά ο Μπάιντεν επέλεξε μια άλλη διαχωριστική γραμμή. Επέμεινε, όταν τον άφηνε τουλάχιστον ο Τραμπ να μιλήσει, στους «εκατομμυριούχους και δισεκατομμυριούχους όπως αυτός». Ο Τραμπ, είπε, γνώρισε τη ζωή στα προάστια μόνο όταν μια μέρα έχασε τον δρόμο. Ο πρόεδρος και οι άνθρωποί του «περιφρονούν τους ανθρώπους που δεν έχουν χρήματα».
Όταν ο Μπάιντεν ρωτήθηκε για την Εϊμι Κόνεϊ Μπάρετ, τη δικαστή που επέλεξε ο Τραμπ για το Ανώτατο Δικαστήριο, μίλησε πρώτα για την απειλή προς το “ Obamacare” κι ύστερα για το δικαίωμα της άμβλωσης. Ο υποψήφιος των Δημοκρατικών έχει το πιο αναδιανεμητικό πρόγραμμα από οποιονδήποτε άλλο υποψήφιο με σοβαρές πιθανότητες να κερδίσει από τη δεκαετία του ’60. Εδωσε στη δημοσιότητα τις φορολογικές του δηλώσεις πριν από το ντιμπέιτ, για να αντιπαρατεθούν με εκείνες του Τραμπ που διέρρευσαν.
O Mπάιντεν αποφεύγει να αναφερθεί και στο προσωπικό του πένθος για να μην εκτραπεί η συζήτηση από τα θέματα της οικονομίας και της υγείας. Αυτό τον κάνει συχνά να φαίνεται άχρωμος. Τι περίεργο λοιπόν που προηγείται στις περισσότερες δημοσκοπήσεις των τελευταίων δύο ετών…
Ο Μπάιντεν έχει μείνει πιστός σε αυτή τη γραμμή τον τελευταίο μισό αιώνα. Του παρουσιάστηκαν πολλές ευκαιρίες να στραφεί σε ταυτοτικά ζητήματα: ο φόνος του Τζορτζ Φλόιντ από την αστυνομία, οι διαδηλώσεις, ο θάνατος της φεμινίστριας δικαστίνας Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ. Δεν το έκανε. Ηταν βέβαια σαφής στο ντιμπέιτ ότι οι φυλετικές ανισότητες στιγματίζουν την Αμερική. Γνωρίζει όμως ότι οι ψηφοφόροι δίνουν προτεραιότητα πάνω απ’όλα στην οικονομία και την υγεία.
Αυτό αφορά και το σκοτεινό ζήτημα της εκλογικής αναμέτρησης. Για τους φιλελεύθερους που παρακολουθούν την πολιτική, η πιο αυτοκαταστροφική στιγμή του ντιμπέιτ για τον Τραμπ ήταν όταν δίστασε να δηλώσει πως θα αναγνωρίσει το αποτέλεσμα των εκλογών. Για τον μέσο ψηφοφόρο όμως, η πιο αποκαλυπτική απρέπεια του Τραμπ ήταν κάτι άλλο. Οι εύποροι προσπαθούν να εξασφαλίσουν μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη «φορολογική αποτελεσματικότητα», είπε, εκτός αν είναι βλάκες. Αν ο Μπάιντεν δεν μπορέσει να εκμεταλλευτεί αυτή τη δήλωση, δεν πρέπει να είναι στην πολιτική.
Όλα δείχνουν όμως ότι θα το κάνει. Για να κερδίσει τις εκλογές σε πέντε εβδομάδες, θα πρέπει να πείσει τους κατοίκους των μεσοδυτικών πολιτειών που αντιπαθούν τις αξίες του κόμματός του ότι θα τους φροντίσει περισσότερο από τον αντίπαλό του. Η έμφαση στα ταξικά ζητήματα ήταν αρκετή για να τον χαντακώσει πριν από 33 χρόνια. Αλλά σήμερα μπορεί να του δώσει τη νίκη.
(*) Ο Τζάναν Γκάνες είναι αρθρογράφος των Financial Times
(Πηγή: Financial Times)
MMH