του Philip Stephens (*)
Η Γερμανία έχει ευημερήσει στις καλές εποχές. Τώρα πρέπει να διαχειριστεί μια εποχή που διαγράφεται δύσκολη. Τον ερχόμενο μήνα θα γιορτάσει την 31η επέτειο από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Εν μέσω διεθνών αντιπαραθέσεων, η ειρηνική επανένωση της Γερμανίας υπήρξε ένας θρίαμβος της φιλελεύθερης δημοκρατίας και μια άγκυρα πολιτικής σταθερότητας. Τώρα όμως, η παγκόσμια τάξη που διευκόλυνε αυτή την εξέλιξη εξαφανίζεται.
Η Γερμανία έχει ασφαλώς τα σκοτεινά της σημεία. Δεν μπορούσε να μην εμφανίσει κι εκείνη τις οικονομικές και κοινωνικές διαιρέσεις που παρατηρούνται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η χώρα έχει τους λαϊκιστές της: την Εναλλακτική για τη Γερμανία στα δεξιά και το Linke στα αριστερά. Οσοι πίστευαν ότι ο γερμανικός καπιταλισμός ακολουθεί πάντα τους κανόνες εξεπλάγησαν από τις απάτες της αυτοκινητοβιομηχανίας της χώρας.
Η ενοποίηση της χώρας προκάλεσε επίσης και αρκετές δυσαρέσκειες. Oι μεγάλες επενδύσεις που έγιναν στην ανατολική Γερμανία δεν έσβησαν τη γραμμή μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η Λειψία και η Δρέσδη αναγεννήθηκαν, αλλά η Ανατολή δεν προσείλκυσε βιώσιμες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Οι καλύτεροι και οι λαμπρότεροι πηγαίνουν στη Δύση. Μια γενιά ανθρώπων που έμειναν πίσω νοσταλγούν τον κομμουνισμό.
Ολες αυτές οι προκλήσεις είναι πάντως σχετικές. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ευχαρίστως θα αντάλλασσαν τα δικά τους προβλήματα μ’εκείνα της Γερμανίας. Σε μια εποχή λαϊκής δυσαρέσκειας, η εμπιστοσύνη στους θεσμούς της Γερμανίας ξεχωρίζει.
Το άνοιγμα των συνόρων το 2015 σε ένα εκατομμύριο πρόσφυγες από τη Συρία και άλλες χώρες είχε φανεί ότι θα έπληττε την κυβέρνηση Μέρκελ. Το ΑfD απέκτησε δύναμη. Η ενσωμάτωση των προσφύγων μπορεί στη συνέχεια να μην ήταν τέλεια, αλλά η κρίση πέρασε.
Εξίσου επαγγελματική ήταν και η απάντηση στην πανδημία. Οι πολίτες έδειξαν υπευθυνότητα και έλαβαν μέρος στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Τα ποσοστά προσβολής και θανάτων είναι από τα μικρότερα στην Ευρώπη.
Γιατί λοιπόν να φοβάται η Γερμανία τις κακές εποχές; Για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, η ιστορία ήταν με τη μεριά της Γερμανίας. Τώρα, η εξωτερική σταθερότητα πάνω στην οποία έχτισε την εγχώρια επιτυχία της έχει αντικατασταθεί από τη σημαντικότερη γεωπολιτική αστάθεια της μεταπολεμικής εποχής.
Η αμερικανική παρουσία στην Ευρώπη αποτελούσε εγγύηση για την ασφάλεια της ηπείρου. Η αντιμετώπιση της φρίκης του ναζισμού δημιούργησε ένα καταφύγιο πίσω από το οποίο η Γερμανία μπορούσε να ξαναχτίσει την οικονομία της. Η γαλλογερμανική συμφιλίωση και η δημιουργία της ΕΕ οδήγησαν σε ένα σύστημα βασισμένο σε κανόνες όπου ευημερούσε η κοινωνική οικονομία της αγοράς. Οι διευθετήσεις αυτές συνέφεραν όλες τις πλευρές.
Για περισσότερο από μια δεκαετία μετά την πτώση του Τείχους, οι Γερμανοί μπορούσαν να είναι βέβαιοι ότι αυτό το μοντέλο δεν θα κρατούσε για πάντα. Ο πρώην καγκελάριος Κολ έλεγε: «Για πρώτη φορά στην ιστορία μας είμαστε περικυκλωμένοι μόνο από φίλους». Αλλά η πραγματική ζωή επιφύλασσε εκπλήξεις.
Η Ρωσία του Πούτιν επανεμφανίστηκε ως μια ρεβανσιστική δύναμη, έτοιμη να αλλάξει τα σύνορα με τη βία. Η Κίνα προκάλεσε το δυτικό μοντέλο συνδυάζοντας έναν κρατικό καπιταλισμό με την πολιτική καταστολή. Οι ΗΠΑ στράφηκαν προς το εσωτερικό τους, ενώ η Κίνα στράφηκε προς το εξωτερικό. Ο εθνικισμός επέστρεψε στην Ευρώπη. Ο κόσμος στον οποίο ζούμε παραπέμπει περισσότερο στα παιχνίδια εξουσίας του 19ου αιώνα παρά στον συνεργατικό διεθνισμό του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα.
Οι γερμανοί ηγέτες το κατάλαβαν. Ο πρόεδρος Σταϊνμάγερ μίλησε για την ανάγκη της Γερμανίας να αναλάβει το μερίδιό της στην ασφάλεια της ηπείρου. Η πάντα προσεκτική Μέρκελ αναγνωρίζει ότι η χώρα της πρέπει να παίξει μεγαλύτερο ρόλο στη διαφύλαξη μιας τάξης βασισμένης σε κανόνες.
Είτε πρόκειται για τη ρωσική επιθετικότητα είτε για τον τουρκικό τυχοδιωκτισμό ή τον κινεζικό επεκτατισμό, η νέα παγκόσμια αταξία επιβάλλει επιλογές. Υπάρχουν στιγμές όπου τα έθνη – περιλαμβανομένης της Γερμανίας – πρέπει να διαλέγουν στρατόπεδα.
(*) Ο Φίλιπ Στίβενς είναι αρθρογράφος των Financial Times
(Πηγή: Financial Times)
ΜΜΗ