του Peter Beaumont (*)
Υπάρχει μια διάσημη φράση στο βιβλίο του Τζάρεντ Ντάιμοντ με τίτλο «Κατάρρευση: Πώς οι κοινωνίες επιλέγουν να αποτύχουν ή να επιβιώσουν». Αναφερόμενος στην καταστροφή του περιβάλλοντος που προκαλεί στη Νήσο του Πάσχα η αποψίλωση των δασών, ο συγγραφέας αναρωτιέται: «Τι είπε ο κάτοικος της Νήσου του Πάσχα ενώ έκοβε τον τελευταίο φοίνικα;»
Το ερώτημα «Τι διάβολο σκεφτόμαστε;» δεν είναι πλέον θεωρητικό. Μπορούμε να βλέπουμε την καταστροφή και να κρίνουμε αναλόγως τις αντιδράσεις μας, την υποκρισία τους και τις αντιφάσεις τους. Αντιμέτωποι με μια κλιματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης και την αποτυχία των πολιτικών μας ηγετών, εξακολουθούμε να συμπεριφερόμαστε σαν να μπορεί κάποιος άλλος να λύσει το πρόβλημα, και όχι εμείς.
Ανησυχούμε. Και συνεχίζουμε να καταναλώνουμε. Και μερικές φορές καταναλώνουμε για να διαφύγουμε από την ανησυχία για το ότι καταναλώνουμε. Η βάσιμη ανησυχία για το μέλλον της ανθρωπότητας, που δεν έχει εκφραστεί τόσο μαζικά από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου και του φόβου της πυρηνικής καταστροφής, αντιπαραβάλλεται με μια βαθιά αίσθηση αδυναμίας. Οι λύσεις φαίνεται να μην είναι στο χέρι μας και, στην καλύτερη περίπτωση, να εξαρτώνται από τις κυβερνήσεις.
Υπάρχουν λοιπόν σοβαροί λόγοι να ανησυχούμε, αλλά και λόγοι να είμαστε αισιόδοξοι. Οι κλιματικές απεργίες της περασμένης εβδομάδας, και το ευρύτερο κίνημα που έχει ξεκινήσει με πρωτοβουλία της Γκρέτα Τούνμπεργκ, μας θυμίζουν ότι ο ακτιβισμός δεν αφορά μόνο την άσκηση πίεσης προς τις ομάδες εξουσίας, αλλά και τη δική μας εξουσία. Ως άτομα, μπορούμε να διαμορφώσουμε τις κοινωνίες στις οποίες ζούμε και να τις ωθήσουμε προς καλύτερα αποτελέσματα.
Αν και είναι εύκολο να είμαστε κυνικοί για τη δύναμη των διαδηλώσεων στην εποχή του λαϊκισμού, όπου οι πολιτικοί αναζητούν τρόπους να λογοδοτούν ακόμη λιγότερο, η απήχηση και το μέγεθος των κλιματικών διαδηλώσεων και απεργιών δείχνουν ότι η κοινή γνώμη αλλάζει. Αν κάποτε γεγονότα όπως το Climate Camp συγκέντρωναν μερικές χιλιάδες ανθρώπων, κυρίως στρατευμένους ακτιβιστές, οι κλιματικές απεργίες προσείλκυσαν εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, πολλοί από τους οποίους λάμβαναν μέρος σε κινητοποιήσεις για πρώτη φορά. Αν χρειαζόμαστε ηγέτες σαν την Τούνμπεργκ, είναι για να μας θυμίζουν τη σημασία όχι μόνο της οργανωμένης δράσης, αλλά των όσων μπορούμε και πρέπει να κάνουμε για εμάς.
Πρόκειται για μια φιλοσοφία που διατυπώθηκε με τον καλύτερο τρόπο από τον αμερικανό φιλόσοφο Τζον Ντιούι στην «Ηθική της Δημοκρατίας». Ο Ντιούι απέρριψε τη ιδέα ότι η δημοκρατία περιορίζεται στις στενές ιδέες της κυβέρνησης, των πολιτικών θεσμών και των εκλογικών αναμετρήσεων. Είναι περισσότερο ένας τρόπος ζωής, είπε. Τα άτομα και οι σχέσεις τους με την κοινωνία είναι που συγκροτούν τις πλειοψηφίες για αλλαγή. Ένα μάθημα που συχνά συγκαλύπτεται είναι ότι γνωρίζουμε ποια είναι η Τούνμπεργκ λόγω των αποφάσεων που έλαβε ως άτομο, ως ένα κορίτσι που αρνήθηκε να τρομοκρατηθεί από την έκταση του προβλήματος και επέλεξε να οργανωθεί με σκοπό την αλλαγή.
Μερικοί απορρίπτουν την ιδέα ότι η ατομική δράση – το να ανακυκλώνουμε ή να τρώμε λιγότερο κρέας ή να ταξιδεύουμε λιγότερο – αποτελεί επαρκή απάντηση στο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο πλανήτης. Εν μέσω της έντασης της πολιτικής συζήτησης, όμως, συχνά ξεχνάμε τη σημασία των ατομικών πράξεων. Οι ατομικές ηθικές μας επιλογές – τι καταναλώνουμε, πώς ψηφίζουμε, ποιες πρωτοβουλίες υποστηρίζουμε ή απορρίπτουμε – μπορεί να φαίνονται ασήμαντες. Αυτές οι μικρές αλλαγές, όμως, μπορούν να μεταμορφώσουν τις κοινωνίες.
Η βαθιά κοινωνική αλλαγή έχει συχνά επέλθει τμηματικά. Αρκεί να σκεφτεί κανείς την κατάργηση της δουλείας, τα κινήματα για την καθολική ψήφο των ενηλίκων, τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων. Για τους περισσότερους από μας, η πιο ισχυρή δήλωση που μπορούμε να κάνουμε πέρα από το να ψηφίζουμε και κατά καιρούς να διαδηλώνουμε είναι να επιλέγουμε πώς ζούμε σε μια καταναλωτική κοινωνία και πώς εκφράζουμε αυτές τις επιλογές στο πλαίσιο μιας διευρυνόμενης συζήτησης.
Ενώ είναι εύκολο για ανθρώπους σαν τον Ντόναλντ Τραμπ να χλευάζουν αιτήματα όπως να καταργηθούν τα πλαστικά καλαμάκια ή να εξαπλωθεί η χρήση λαμπτήρων χαμηλής ενέργειας, η αλήθεια είναι ότι η συνειδητοποίηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής τον έχει ξεπεράσει. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες που στρέφονται προς τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα δεν το κάνουν γιατί πιστεύουν ότι είναι το σωστό, αλλά γιατί αισθάνονται ότι αυτό θα ζητούν στο μέλλον οι καταναλωτές, άρα ότι θα κερδίζουν κι εκείνες χρήματα από αυτό.
Οι κλιματικές απεργίες της περασμένης εβδομάδας μας διδάσκουν δύο μαθήματα. Πρώτον, ότι πρέπει να ξεπεράσουμε την αίσθηση παράλυσης απέναντι σε ένα τεράστιο πρόβλημα. Δεύτερον, ότι είμαστε πολύ ισχυρότεροι απ΄ό,τι νομίζουμε.
Το βέβαιο είναι ότι αν δεν αναρωτιόμαστε τι κάνουμε, όπως έκανε ο κάτοικος της νήσου του Πάσχα στο βιβλίο του Ντάιαμοντ, μόνο χαμένοι θα βγούμε.
(*) Ο Πίτερ Μπόμοντ είναι αρθρογράφος της Guardian
(Πηγή: The Guardian)