Τα ρεκόρ θερμοκρασίας που καταγράφηκαν τον Αύγουστο σηματοδοτούν «κόκκινο συναγερμό», δήλωσε η διευθύντρια του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού (WMO, OMM, ΠΜΟ) από τη Σιγκαπούρη, προσθέτοντας ότι «ανησυχούμε, αλλά δεν έχουμε παραλύσει».
Για δεύτερη συνεχή χρονιά, η μέση παγκόσμια θερμοκρασία του Αυγούστου έφθασε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, σύμφωνα με προκαταρκτικά δεδομένα του ευρωπαϊκού παρατηρητηρίου Copernicus, τα οποία δόθηκαν χθες στο Γαλλικό Πρακτορείο. Η Αυστραλία, η Ιαπωνία, περιοχές της Κίνας και το Σβάλμπαρντ, ένα νορβηγικό αρχιπέλαγος στην Αρκτική, κατέγραψαν τις πιο υψηλές θερμοκρασίες για τον μήνα αυτό, σύμφωνα με τοπικούς μετεωρολογικούς οργανισμούς.
«Είναι σαφές ότι οι θερμοκρασίες αυξάνονται πέρα από το επιθυμητό», ανέφερε η Σελέστ Σάουλο, υπογραμμίζοντας ότι η δράση που έχει ληφθεί δεν επαρκεί. Αν και η ακριβής μέση παγκόσμια θερμοκρασία για τον Αύγουστο του 2024 δεν είναι ακόμη γνωστή, το Copernicus εκτιμά ότι θα είναι υψηλότερη από το ρεκόρ των 16,82 βαθμών Κελσίου που καταγράφηκε πέρυσι.
«Τα όρια συνεχώς ξεπερνιούνται, αλλά έχουμε υποχρέωση να δράσουμε», τόνισε η Σάουλο κατά τη διάρκεια ενός περιφερειακού φόρουμ για το κλίμα στη Σιγκαπούρη, στο οποίο συμμετείχαν τοπικοί μετεωρολογικοί οργανισμοί. Αναγνώρισε επίσης ότι η ανάγκη για περισσότερη δράση είναι επιτακτική, παρά την ανησυχία που επικρατεί.
Η διευθύντρια του ΠΜΟ ζήτησε επίσης περισσότερη υποστήριξη για τις μετεωρολογικές υπηρεσίες, δηλώνοντας: «Έχουμε ανάγκη περισσότερους πόρους». Το φόρουμ διεξάγεται λίγες ημέρες πριν από την ανακοίνωση του ΠΜΟ για τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στην Ασία και τον Ειρηνικό, προειδοποιώντας για άνοδο της στάθμης της θάλασσας σε πολλές περιοχές.
Ο φετινός Αύγουστος προστίθεται σε μια διαρκή σειρά 15 μηνών με ιστορικά υψηλές μέσες θερμοκρασίες, που συνοδεύονται από καύσωνες, ξηρασίες και ενισχυμένες καταιγίδες λόγω της αυξημένης εξάτμισης από τους ωκεανούς.
Στο πλαίσιο του φόρουμ, η Σιγκαπούρη ορίστηκε ως περιφερειακό κέντρο παρακολούθησης της ρύπανσης από πυρκαγιές στη βλάστηση. Το κέντρο, ένα από τα μόνα δύο παγκοσμίως, θα παρέχει αξιόπιστες πληροφορίες και προβλέψεις για τις πυρκαγιές και τη ρύπανση, καλύπτοντας μια σημαντική έλλειψη στα περιφερειακά δεδομένα.