«Πριν ανοίξουν οι σαμπάνιες, να θυμόμαστε ότι η Ελλάδα παραμένει δέσμια πιστωτών» μεταδίδει μεταξύ άλλων το Reuters, με αφορμή την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια.
«Η Ευρώπη έχει επιτέλους στα χέρια της μια έξοδο που της επιτρέπει να πανηγυρίζει αντί να φοβάται. Μετά από οκτώ χρόνια η Ελλάδα αφήνει σήμερα πίσω της το τρίτο πρόγραμμα στήριξης», προσθέτει το πρακτορείο.
«Πρόκειται για ένα καλοδεχούμενο Grexit, όμως πριν ανοίξουν οι σαμπάνιες είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η Αθήνα παραμένει δέσμια των πιστωτών, που απέτυχαν να θέσουν την ελληνική οικονομία σε βιώσιμη τροχιά. Μόλις τρία χρόνια πριν, μια φιλική αποχώρηση της Ελλάδας από οποιοδήποτε πρόγραμμα φαινόταν αδιανόητη. Το πρώτο εξάμηνο του 2015, η ριψοκίνδυνη πολιτική του νεοεκλεγμένου ριζοσπάστη της Αριστεράς Αλέξη Τσίπρα παραλίγο να προκαλέσει ένα καταστροφικό Grexit. Μετά από το βιαστικά διοργανωμένο δημοψήφισμα, αποτέλεσμα του οποίου ήταν ένα ηχηρό «Όχι» στους όρους των δανειστών, η Γερμανία πίεσε για προσωρινή έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Με τις ελληνικές τράπεζες ήδη κλειστές, ο Τσίπρας τελικά υποχώρησε, συμφωνώντας να υλοποιήσει σαρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ακόμα και τότε όμως το μέλλον της νέας συμφωνίας έμοιαζε αβέβαιο. Η Ελλάδα και η ευρωζώνη απέφυγαν το χείριστο από τα πιθανά ενδεχόμενα που φαινόταν επικείμενο κατά την διάρκεια της αναμέτρησης του 2015.
Ωστόσο -συνεχίζει το συγκεκριμένο δημοσίευμα- οι διαχωριστικές γραμμές παραμένουν. Η ευρωζώνη ήθελε απελπισμένα να αποφύγει την διάσπασή της. Μια έξοδος θα έθετε εν αμφιβόλω τη μη αναστρέψιμη πορεία του κοινού νομίσματος, ωθώντας τις χρηματαγορές να ποντάρουν εναντίον των προβληματικών οικονομιών. Επίσης, έπρεπε να βρεθεί τρόπος για να πειθαρχήσει μια χώρα που επεδίωξε να εκμεταλλευτεί τις ατέλειες του κοινού νομίσματος. Αυτές οι ατέλειες αναδείχθηκαν επειδή η ευρωζώνη υποτίθεται πως ήταν μια νομισματική ένωση και μόνον, χωρίς δημοσιονομικές σχέσεις ή άλλη υποστήριξη. Οι ευσεβείς αυτοί πόθοι δεν άντεξαν στην πρώτη δοκιμασία της πραγματικότητας όταν η Ελλάδα έχασε την πρόσβαση στις αγορές. Οι χώρες της ευρωζώνης ξεφορτώθηκαν όπως-όπως την ρήτρα «μη διάσωσης». Επανερμηνεύοντας βολικά την Συνθήκη του Μάαστριχτ, τα προγράμματα διάσωσης έγιναν τελικά εφικτά, αρκεί να είχαν τη μορφή δανείων αντί για μείωση της ονομαστικής αξίας των χρεών.
Εκεί έγκειται η πηγή των βασάνων της Ελλάδας. Αν και η χώρα εξέρχεται του προγράμματος, παραμένει δέσμια των πιστωτών της ευρωζώνης και των δανείων που της χορηγήθηκαν. Τα δάνεια αυτά είναι η μερίδα του λέοντος του δημόσιου χρέους. Το υψηλό χρέος καθιστά τις χώρες ευάλωτες στις αναταράξεις των αγορών. Οφείλουν να συμπεριφέρονται άψογα για να διασφαλίζουν την πρόσβασή τους στην ιδιωτική χρηματοδότηση, αλλά ακόμη και έτσι μπορεί να πέσουν θύματα της αστάθειας όταν οι επενδυτές χάσουν το ενδιαφέρον τους για επισφαλείς επενδύσεις. Χωρίς τη θωράκιση του προγράμματος, η Ελλάδα θα πρέπει να αντλεί κεφάλαια από τις αγορές για την εξυπηρέτηση του χρέους της. Αυτός είναι ο λόγος που σε έναν ιδανικό κόσμο η Ελλάδα θα έπρεπε να εξέλθει του προγράμματος με πολύ μικρότερο χρέος, μέσω απομείωσης της ονομαστικής αξίας των δανείων της ευρωζώνης.
Όμως, «κουρέματα» αυτού του είδους αποτελούν ανάθεμα για τους ευρωπαίους πιστωτές που έχουν ένοχες συνειδήσεις και οι οποίοι φοβούνται τις αντιδράσεις των φορολογουμένων τους για τις απώλειες από τα δάνεια προς την Ελλάδα. Αντίθετα, η ευρωζώνη εφαρμόζει προ πολλού την λαθραία πολιτική της ελάφρυνσης του χρέους με άλλα μέσα. Επιτόκια που στην αρχή ήταν τιμωρητικά, είναι πλέον τόσο χαμηλά όσο γίνεται και η αποπληρωμή των τόκων σημαντικού μέρους των δανείων έχει μετατεθεί. Οι ωριμάνσεις των δανείων έχουν επιμηκυνθεί κατά δεκαετίες. Αυτή η “extend and pretend” προσέγγιση θα εξασφαλίσει για μια δεκαετία περίπου και ως ένα βαθμό την Ελλάδα από τις διαθέσεις των αγορών, αλλά κρατά τη χώρα δεσμευμένη για πολύ περισσότερο. Για τους πιστωτές της ευρωζώνης που φοβούνται πως η Ελλάδα θα επιστρέψει στις κακές δημοσιονομικές της συνήθειες, λύση αυτή έχει πλεονεκτήματα, επειδή τους επιτρέπει να ασκούν επιρροή ακόμη και μετά τη λήξη του προγράμματος.
Είναι όμως συνταγή», προστίθεται στην ίδια ανάλυση, «που θα προκαλέσει υποβόσκουσα δυσαρέσκεια, καθώς η Ελλάδα πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2060. Αυτό το πρωτοφανές εγχείρημα θα ήταν εφικτό σε αίσιους καιρούς, αλλά πρέπει να γίνει μετά από δύσκολους καιρούς. Εκτός από το βάρος του χρέους, υπάρχει μια κληρονομιά πικρίας και στις δύο πλευρές. Οι βόρειοι πιστωτές αποδίδουν τα βάσανα της χώρας στην δημοσιονομική ασωτία των Ελλήνων. Οι Έλληνες κατηγορούν τους σωτήρες τους για την λιτότητα και τις δυσάρεστες μεταρρυθμίσεις που αναγκάστηκαν να υποστούν. Όπως έχουν τα πράγματα, χρειάζεται ένα οικονομικό θαύμα – όπως μια διαρκής περίοδος ισχυρής ανάπτυξης – για να δραπετεύσει η Ελλάδα από τα δεσμά του χρέους. Μετά τη μεγάλη πτώση του ΑΕΠ, η ανάκαμψη φαίνεται πιθανή, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Όμως οι προβλέψεις για το μέλλον είναι απογοητευτικά χαμηλές και δείχνουν πως η χώρα δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει τα προβλήματά της. Το ΔΝΤ προβλέπει μακροπρόθεσμη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στο 1% ετησίως. Ακόμη και αυτή η μέτρια εκτίμηση ίσως αποδειχθεί αισιόδοξη. Τα δημογραφικά στοιχεία της Ελλάδας είναι ιδιαίτερα αρνητικά. Η απροθυμία της ευρωζώνης να αντιμετωπίσει την αλήθεια και να διαγράψει ορισμένα από τα δάνειά της αποτελεί σφάλμα κατανόησης. Οι πολιτικές της θα κλείσουν την Ελλάδα σε μια φυλακή χρέους επί δεκαετίες, με δεσμοφύλακες του πιστωτές. Δεν είναι τρόπος αυτός να οικοδομηθεί μια νέα σχέση μεταξύ της ευρωζώνης και του άσωτου παιδιού της», καταλήγει το Reuters.