του Ruy Teixeira*
Ο Τζο Μπάιντεν μπορεί να προπορεύεται σε πολλές δημοσκοπήσεις, αλλά οι Δημοκρατικοί ανησυχούν για το πώς – και αν – θα ψηφίσουν οι νεαροί μαύροι και ισπανόφωνοι ψηφοφόροι. Και έχουν δίκιο.
Τα ποσοστά του Μπάιντεν σε αυτές τις ομάδες ψηφοφόρων υπολείπονται εκείνων της Χίλαρι Κλίντον στις εκλογές του 2016 (μολονότι η διαφορά είναι μικρότερη αν η σύγκριση γίνει με τα ποσοστά της Χίλαρι στην αντίστοιχη χρονική στιγμή της προεκλογικής της εκστρατείας). Και οι νέοι ψηφοφόροι δεν έδειξαν ιδιαίτερο ενθουσιασμό για τον πρώην αντιπρόεδρο κατά τη διάρκεια των προκριματικών εκλογών.
Οι Δημοκρατικοί έχουν όμως ένα μυστικό όπλο στο άλλο άκρο της ηλικιακής κλίμακας: τους ηλικιωμένους ψηφοφόρους. Σε αυτή την κατηγορία, τους άνω των 65 ετών, παρατηρείται μια μεγάλη μεταστροφή υπέρ των Δημοκρατικών. Και αυτό μπορεί να αποδειχθεί η σημαντικότερη πολιτική εξέλιξη αυτής της αναμέτρησης.
Η Χίλαρι Κλίντον έχασε σε αυτή την κατηγορία με διαφορά 15 μονάδων. Ο Μπάιντεν προηγείται αυτή τη στιγμή με διαφορά έξι μονάδων. Βλέπουμε άρα μια μετατόπιση κατά 21 μονάδες υπέρ των Δημοκρατικών σε μια κατηγορία που θα αντιστοιχεί φέτος περίπου στο 25% των ψηφοφόρων.
Η μετατόπιση αυτή είναι φανερή στις κρίσιμες πολιτείες. Στη Φλόριντα, όπου οι άνω των 65 υπολογίζεται πως αντιστοιχούν στο 30% του συνόλου, η μετατόπιση είναι 17 μονάδες. Στην Πενσιλβάνια, 24 μονάδες. Στο Μίσιγκαν, 26 μονάδες. Σε μια αναμέτρηση όπου ο Τραμπ θα χρειάζεται κάθε ψήφο απέναντι σε έναν ισχυρό Δημοκρατικό αντίπαλο, η εξέλιξη αυτή μπορεί να αποβεί καθοριστική.
Ποιοι είναι αυτοί οι ηλικιωμένοι που στρέφονται κατά του Τραμπ; Η φυλετική τους σύνθεση είναι κατά βάση λευκή: τέσσερις στους πέντε. Και μεταξύ των λευκών ηλικιωμένων βλέπουμε την ίδια μετατόπιση με εκείνη μεταξύ των ηλικιωμένων εν γένει: πάνω από 20 μονάδες.
Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για αυτό το φαινόμενο. Πρώτον, αν και είναι μια σχετικά συντηρητική πληθυσμιακή ομάδα, οι “seniors” δεν είναι τόσο συντηρητικοί όσο υποδεικνύει η φήμη τους. Υποστηρίζουν, για παράδειγμα, την αύξηση της φορολογίας σε όσους κερδίζουν πάνω από 600.000 δολάρια τον χρόνο. Υποστηρίζουν ακόμη την καταβολή ενός ελάχιστου μισθού 15 δολαρίων την ώρα. Από την άλλη πλευρά, αντιτίθενται στο πρόγραμμα «Medicare for All», υποστηρίζουν ένα μεταναστευτικό σύστημα που βασίζεται στην αξία και όχι στην οικογένεια και πιστεύουν ότι η κυβέρνηση πρέπει να προωθεί τις παραδοσιακές οικογενειακές αξίες.
Είναι λοιπόν φιλελεύθεροι, σε έναν βαθμό, στα οικονομικά θέματα, και συντηρητικοί, αλλά όχι σε δρακόντειο βαθμό, στα κοινωνικά θέματα. Είναι εύκολο να δει κανείς γιατί είναι απογοητευμένοι από τον Τραμπ. Αν λάβει κανείς υπόψη και την προτίμησή τους για σταθερότητα και κανονικότητα, καταλαβαίνει την απομάκρυνσή τους από τον σημερινό πρόεδρο. Νόμιζαν ότι θα τους έφερνε πιο κοντά στην Αμερική που θέλουν. Αλλά αυτό δεν συνέβη.
Γι’ αυτούς, ο Μπάιντεν μοιάζει μια ικανοποιητική εναλλακτική λύση. Είναι μετριοπαθής και αντιτίθεται σε προτάσεις όπως Medicare για όλους και αποποινικοποίηση των συνόρων. Η απήχησή του ενισχύθηκε και από την καταστροφική πολιτική του αμερικανού προέδρου σε σχέση με τον κορονοϊό, που έπληξε ιδιαίτερα αυτή την κατηγορία του πληθυσμού. Η προτίμηση του Τραμπ στην οικονομία έναντι των ανθρωπίνων ζωών δεν εισπράχθηκε με ιδιαίτερη ικανοποίηση από τους ηλικιωμένους.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και οι ηλικιωμένοι ψηφοφόροι που έχουν μετακινηθεί προς τα αριστερά δεν είναι δεδομένοι για το Δημοκρατικό Κόμμα. Εξελίξεις όπως οι διαδηλώσεις μετά τον φόνο του Τζορτζ Φλόιντ μπορεί να τους κάνουν να το ξανασκεφτούν. Κι αυτό, επειδή αυτό που βασικά θέλουν είναι τάξη: πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι το 68% ήθελαν να βοηθήσει ο στρατός στην καταστολή των διαδηλώσεων. Αν λοιπόν οι Δημοκρατικοί δεν δείξουν αποφασιστικότητα στην πάταξη της βίας σε ορισμένες πόλεις, μπορεί να χάσουν μέρος αυτών των ψηφοφόρων.
*Ο Ράι Τεσέιρα είναι αναλυτής στο Center for American Progress
Πηγή: New York Times
Δείτε ακόμη:
Serguei Lebedev / Στη Ρωσία η πολιτική καραντίνα είναι κανόνας