Την αξιολόγηση κινδύνου για τον κοροναϊό από την Κίνα, επικαιροποίησε σήμερα το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC).
Το ECDC συνιστά αυξημένη επαγρύπνηση στον εντοπισμό εισαγόμενων κρουσμάτων από την Κίνα προς τις χώρες της ΕΕ, και προειδοποιεί ότι τυχόν καθυστερημένη ανίχνευση περιστατικών συνεπάγεται ότι αυξάνεται ο κίνδυνος της δευτερογενούς μετάδοσης.
Αναλυτικά, στην έκθεσή του το ECDC αναφέρει τα εξής: “Στις 31 Δεκεμβρίου 2019, στο Ουχάν, σην επαρχία Χουμπέι της Κίνας, αναφέρθηκε ένα σύμπλεγμα περιπτώσεων πνευμονίας άγνωστης αιτιολογίας. Στις 9 Ιανουαρίου 2020, το Κέντρο Ελέγχου Νοσημάτων (CDC) της Κίνας ανέφερε ένα νέο στέλεχος κοροναϊού (2019-nCoV) ως τον αιτιολογικό παράγοντα της επιδημίας αυτής, η οποία ανήκει φυλογενετικά στην ομάδα SARS-CoV”.
“Στις 26 Ιανουαρίου 2020, έχουν αναφερθεί συνολικά 2.026 εργαστηριακά επιβεβαιωμένες περιπτώσεις 2019-nCoV, 1.988 στην Κίνα και 38 εισαγόμενες περιπτώσεις από άλλες χώρες σε όλο τον κόσμο. 56 θάνατοι έχουν αναφερθεί μεταξύ των περιπτώσεων. Οι κινεζικές αρχές υγείας έχουν επιβεβαιώσει τη μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο εκτός της επαρχίας Χουμπέι και επιπλέον 16 εργαζόμενοι στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης έχουν επιμολυνθεί”, αναφέρει το ΕCDC.
Σε σχέση με τις περιπτώσεις που εισήχθησαν στην Ευρώπη, το ECDC σημειώνει: “Στις 24 Ιανουαρίου 2020 εντοπίστηκαν στη Γαλλία οι πρώτες εισαγόμενες περιπτώσεις (3) του 2019-nCoV”.
“Η ταχεία αύξηση του αριθμού των αναφερόμενων περιπτώσεων μπορεί να αποδοθεί εν μέρει στα συνεχιζόμενα βελτιωμένα πρωτόκολλα δοκιμών και στις επιδημιολογικές έρευνες των κινεζικών αρχών. Ωστόσο, δεδομένου ότι η αρχική πηγή παραμένει άγνωστη και έχει τεκμηριωθεί μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο, αναμένονται περαιτέρω περιπτώσεις και θάνατοι”, προειδοποιεί το ECDC.
“Περαιτέρω κρούσματα αναμένονται επίσης από ταξιδιώτες από την επαρχία Χουμπέι. Επομένως, οι υγειονομικές αρχές στα Κράτη Μέλη πρέπει να παραμείνουν σε επαγρύπνηση και να ενισχύσουν την ικανότητά τους να ανταποκρίνονται σε ένα τέτοιο γεγονός”, τονίζει το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων.
Σημειώνει ωστόσο ότι “υπάρχουν σημαντικές αβεβαιότητες όσον αφορά την εκτίμηση του κινδύνου αυτού του συμβάντος, λόγω έλλειψης λεπτομερών επιδημιολογικών αναλύσεων” και τονίζει ότι βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, το ECDC θεωρεί ότι:
1) η πιθανή επίπτωση των εστιών 2019-nCoV είναι υψηλή.
2) η περαιτέρω παγκόσμια εξάπλωση είναι πιθανή.
3) υπάρχει σήμερα μια μέτρια πιθανότητα μόλυνσης για τους πολίτες της ΕΕ/ΕΟΧ που διαμένουν ή επισκέπτονται το Ουχάν.
4) υπάρχει μεγάλη πιθανότητα περαιτέρω εισαγωγής περιστατικών σε χώρες με μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων που έχουν ταξιδέψει από το Ουχάν, δηλαδή από χώρες της Ασίας.
5) υπάρχει μια μέτρια πιθανότητα περαιτέρω εισαγωγής των υποθέσεων στις χώρες της ΕΕ / ΕΟΧ.
6) η τήρηση των κατάλληλων πρακτικών πρόληψης και ελέγχου των λοιμώξεων, ιδίως στις εγκαταστάσεις υγειονομικής περίθαλψης στις χώρες της ΕΕ / ΕΟΧ που συνδέονται απευθείας με το Χουμπέι, σημαίνει ότι η πιθανότητα να διαπιστωθεί κρούσμα στην ΕΕ που οδηγεί σε δευτερογενείς περιπτώσεις εντός της ΕΕ/ ΕΟΧ είναι χαμηλή.
7) ο αντίκτυπος της καθυστερημένης ανίχνευσης μιας εισαγόμενης υπόθεσης σε μια χώρα της ΕΕ / ΕΟΧ χωρίς την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων πρόληψης και ελέγχου των λοιμώξεων θα ήταν υψηλός, συνεπώς σε ένα τέτοιο σενάριο ο κίνδυνος δευτερογενούς μετάδοσης στο περιβάλλον της κοινότητας εκτιμάται ότι είναι πολύ υψηλός.
Τα συμπεράσματα υπογράφει ο Josep Jansa, κύριος εμπειρογνώμονας του ECDC για την ετοιμότητα και την αντιμετώπιση έκτακτης ανάγκης, και για την έκθεση συνεργάστηκαν οι ερευνητές Cornelia Adlhoch, Agoritsa Baka, Eeva Broberg, Sergio Brusin, Bruno Ciancio, Dragoslav Domanovic, Laura Espinosa, Céline Gossner, Katrin Leitmeyer, Grazina Mirinaviciute, Teymur Noori, Pasi Penttinen, Διαμαντής Πλάχουρας και Emmanuel Robesyn.