Αναταράξεις στη βρετανική -και όχι μόνο- οικονομία προκαλεί η κατάρρευση της Thomas Cook, ενός από τα μεγαλύτερα ταξιδιωτικά πρακτορεία στον κόσμο. Τα νούμερα ζαλίζουν: 22.000 εργαζόμενοι μένουν χωρίς δουλειά. Την ίδια ώρα, 600.000 τουρίστες βρίσκονται αποκλεισμένοι σε κάθε γωνιά του πλανήτη, αγωνιώντας για το πώς και πότε θα καταφέρουν να επαναπατριστούν.
Όνομα… βαρύ σαν ιστορία
Μπορεί για τους περισσότερους Έλληνες το όνομα Thomas Cook να μην σημαίνει πολλά, για τους Βρετανούς ωστόσο είναι ένα όνομα με… ιστορία. «Υπάρχει μία απίστευτη στοργή για το όνομα της εταιρείας. Με αυτό μεγαλώσαμε», εξηγεί η ταξιδιωτική σχολιαστής Έμα Κόουλθερστ.
Όντως, οι περισσότεροι Βρετανοί έχουν συνδυάσει τις διακοπές τους και τα ταξίδια τους με τις υπηρεσίες της Thomas Cook. Της εταιρείας που ιδρύθηκε το 1841 στο Λέστερ, εστιάζοντας αρχικά σε τοπικά ταξίδια με το σιδηρόδρομο. Σε ηλικία 32 ετών, ο Thomas Cook ήταν ο πρώτος που σκέφτηκε ότι ο σιδηρόδρομος θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για μία κοινωνική μεταρρύθμιση. Έτσι, καθιέρωσε την πρώτη διαδρομή 12 μιλίων, από το Λέστερ στο Λάφμπορο, με αντίτιμο που σε σημερινά χρήματα αναλογούσε περίπου στις τρεις λίρες ανά άτομο. Αυτοί που ταξίδεψαν είχαν έναν κοινό σκοπό, να υποστηρίξουν την απαγόρευση του αλκοόλ.
Στην πρώτη διαδρομή συμμετείχαν περίπου 500 επιβάτες. Ήταν τόσο μεγάλη η επιτυχία του εγχειρήματος, που ο Cook το επανέλαβε για αρκετά καλοκαίρια, για λογαριασμό των κυριακάτικων σχολείων.
Το άνοιγμα στο εξωτερικό
Αφού καθιερώθηκε στη Βρετανία, το 1855 ο ιδρυτής της εταιρείας έστρεψε το βλέμμα του στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στο Παρίσι, όπου διεξαγόταν η Διεθνής Έκθεση. Το ταξίδι στη γαλλική πρωτεύουσα, που συνδυαζόταν και με άλλους ευρωπαϊκούς προορισμούς, είχε τεράστια επιτυχία. Ακολούθησαν και άλλοι προορισμοί, όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και στην Αμερική, την Ασία, τη Μέση Ανατολή.
Τα επόμενα χρόνια η Thomas Cook απογειώθηκε, ειδικά με την οικονομική ανάπτυξη της μεσαίας τάξης και της αγάπης της για ταξίδια. Με το πέρασμα των ετών και την εταιρεία να περνάει σταδιακά στον υιό του ιδρυτή της και εν συνεχεία στα εγγόνια του, προστέθηκαν και αρκετές ακόμη προσφορές και ταξιδιωτικές δραστηριότητες.
Τα τέλη της δεκαετίας του 1920, τα εγγόνια του Thomas Cook πούλησαν την επιχείρηση στο Βέλγο ιδιοκτήτη του Όριεντ Εξπρές. Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ωστόσο, η βρετανική κυβέρνηση την κρατικοποίησε, ως μέρος των Βρετανικών Σιδηροδρόμων, προκειμένου να αποτρέψει την κατάληψή τους από τους Ναζί.
Μετά τον πόλεμο, υπήρξε «έκρηξη» στον τουρισμό και η Thomas Cook το εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο και γιγαντώθηκε. Σταδιακά, όμως, μεγάλωσε και ο ανταγωνισμός.
Το 1992, η εταιρεία εξαγοράστηκε από την τρίτη μεγαλύτερη γερμανική τράπεζα, την Westdeutsche Landesbank. Επτά χρόνια αργότερα, ιδρύθηκε η αεροπορική εταιρεία της Thomas Cook.
Το 2001 σημειώθηκε ακόμη μία αλλαγή ιδιοκτησίας, με την C&N Touristic AG να αποκτά τον έλεγχο της εταιρείας και να συνεχίζει την επέκτασή της σε διάφορα σημεία του πλανήτη, μεταξύ των οποίων και η Ινδία.
Η αρχή του τέλους
Η αλλαγή που έφερε το Ίντερνετ στον τρόπο με τον οποίο ταξιδεύουμε και η προσφορά πολλών και αρκετά οικονομικών επιλογών βρήκε την Thomas Cook απροετοίμαστη. Τα πακέτα της παρέμειναν δημοφιλή, αλλά τα περιθώρια κέρδους ήταν πολύ μικρά, προκειμένου να αντέξουν το σκληρό ανταγωνισμό.
Η συσσώρευση χρεών για μία εταιρεία που συνέχιζε να επεκτείνει το δίκτυό της, την ώρα της άνθησης του online booking, ήταν απλώς θέμα χρόνου. Μέσα σε όλα αυτά, προέκυψε και το επικείμενο Brexit, το οποίο επηρέασε σημαντικά και «τρόμαξε» τους καταναλωτές.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, εκτός από την αδυναμία της Thomas Cook να αναπτύξει τις διαδικτυακές υπηρεσίες της, σημαντικό πλήγμα γι’ αυτήν ήταν και η πολιτική αναταραχή σε χώρες – προορισμούς στους οποίους η εταιρεία είχε σημαντικό μερίδιο της αγοράς, όπως η Αίγυπτος και άλλα κράτη της Βόρειας Αφρικής.