του David Aaronovitch
Αν νομίζετε ότι κανείς δεν κέρδισε το ντιμπέιτ της περασμένης εβδομάδας μεταξύ Τζόνσον και Κόρμπιν, κάνετε λάθος. Ο βασικός στόχος των δύο στρατοπέδων δεν ήταν να καταφέρει ο ένας στον άλλον ένα «μοιραίο πλήγμα», αλλά να εξασφαλιστεί ότι δεν θα υπήρχε κάποια στιγμή όπου ο ένας να συμφωνήσει με τον άλλον. Το άσχημο δίδυμο γνωρίζει ότι ο ένας αποτελεί το ισχυρότερο επιχείρημα του άλλου.
Το αποτέλεσμα ήταν να παρακολουθήσουν αυτή την άσκηση 6,7 εκατομμύρια τηλεθεατές και να πιστέψουν προς στιγμήν ότι δεν υπάρχει άλλο κόμμα στη χώρα.
Oι εκλογές αυτές είναι μια απάτη. Δεν πρόκειται να λύσουν αυτό για το οποίο αποφασίστηκαν: το Brexit. Στην πραγματικότητα, θα καθυστερήσουν την επίλυσή του. Το ερώτημα σε τι είδους Brexit θα φτάσουμε, αν φτάσουμε, παραμένει αναπάντητο. Και η πιθανότητα ενός ασύντακτου Brexit, δηλαδή του ενδεχομένου που θέλουν λιγότερο οι Βρετανοί, δεν έχει αποκλειστεί.
Οι εκλογές είναι απάτη επειδή μέχρι να μάθουμε τι είδους συμφωνία θα επιτευχθεί δεν μπορούμε να ξέρουμε πόσο γρήγορα θα αναπτυχθεί η οικονομία ή μήπως τελικά συρρικνωθεί. Τον περασμένο μήνα, το Ινστιτούτο Δημοσιονομικών Σπουδών έδωσε στη δημοσιότητα τέσσερα σενάρια. Ένα σενάριο ασύντακτου Brexit θα σημαίνει μηδενική ανάπτυξη για δύο χρόνια και ανάπτυξη μόλις 1,1% το 2022. Μια ρεαλιστική εμπορική συμφωνία θα οδηγήσει σε ανάπτυξη 1,5%. Η συνέχιση της καθυστέρησης θα σημαίνει ανάπτυξη κάτω του 1,5%. Και η ανάκληση του Brexit θα προκαλέσει ανάπτυξη 2% τον χρόνο.
Κι όμως, σε αυτές τις εκτιμήσεις βασίζεται ο κατάλογος των υποσχέσεων των δύο μεγάλων κομμάτων. Στην περίπτωση των Εργατικών, δεν θα πρέπει να πληρώσουν στο εξής οι απλοί Βρετανοί ούτε μια πένα σε φόρους αν είναι να γίνουν όλα αυτά που έχουν εξαγγελθεί. Ο Μπόρις Τζόνσον, πάλι, υπόσχεται προσλήψεις στην αστυνομία, επιτάχυνση των δικών και ποιος ξέρει τι θα σκεφτεί για τις ένοπλες δυνάμεις. Αλλο ένα αεροπλανοφόρο, ίσως, ή είκοσι φρεγάτες.
Οι υποσχέσεις είναι απάτες. Το ίδιο και οι υποψήφιοι. Μπορεί να μη μου άρεσαν όλοι οι ηγέτες που έχουν διεκδικήσει κατά καιρούς την πρωθυπουργία. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως, συμπεριλαμβανομένης της Τερέζα Μέι, θεωρούσα τουλάχιστον ότι θα είναι καλύτεροι πρωθυπουργοί από μένα. Φέτος, για πρώτη φορά, τους βλέπω και λέω ότι ακόμη κι εγώ θα ήμουν καλύτερος από αυτούς. Όπως είπε ένας από αυτούς που ήταν στο κοινό την Τρίτη το βράδυ: «Ολο το έθνος σάς παρακολουθεί στη διάρκεια αυτής της προεκλογικής εκστρατείας απελπισμένο. Πώς να εμπιστευθούμε την προσωπική σας ακεραιότητα και την ατομική δύναμη του χαρακτήρα σας αν πρόκειται να φροντίσετε το συμφέρον της χώρας;»
Η απάντηση είναι αρνητική και για τους δύο. Πάρτε τον Τζόνσον. Ενώ ήταν δήμαρχος, είχε στενή σχέση με την επιχειρηματία Τζένιφερ Αρκούρι. Η τελευταία εισέπραξε 11.500 λίρες από τη δημοτική υπηρεσία και πρόσβαση σε διάφορες εμπορικές συμβάσεις. Αμφότεροι αρνούνται ότι υπήρξε σύγκρουση συμφερόντων. Αλλά αυτός είναι ο ορισμός της σύγκρουσης συμφερόντων.
Το πρόβλημα με τον Κόρμπιν δεν είναι ότι δεν μπορείς να τον εμπιστευθείς, αλλά ότι μπορείς. Κάθε τόσο βλέπεις ένα βίντεο όπου αγκαλιάζει έναν γνωστό αντισημίτη. Και πώς αντιδρούν οι μετριοπαθείς του κόμματος; Είτε σηκώνονται και φεύγουν είτε κάνουν πως δεν βλέπουν.
Ο Ντέιβιντ Γκοκ, μέχρι πρόσφατα μετριοπαθές στέλεχος της κεντροδεξιάς που τώρα θα κατεβεί ως ανεξάρτητος, πιστεύει ότι το καλύτερο που μπορούμε να περιμένουμε από αυτές τις εκλογές είναι ένα μετέωρο κοινοβούλιο, με όσο το δυνατόν περισσότερους ανεξάρτητους και Φιλελεύθερους Δημοκράτες. Συμφωνώ μαζί του. Η προτεραιότητά μας πρέπει να είναι να αρνηθούμε να χορηγήσουμε στο καρτέλ των Τζόνσον και Κόρμπιν την εξουσία που μας ζητούν.
(*) Ο Ντέιβιντ Ααρόνοβιτς είναι αρθρογράφος των Times
(Πηγή: The Times)