Το Πεκίνο χαρακτήρισε σήμερα “τρομοκράτη” τον Ουιγούρο Ιλάμ Τότι, ο οποίος έχει φυλακιστεί στην Κίνα, και αρνήθηκε να πει αν ο ακτιβιστής για τα δικαιώματα των Ουιγούρων και πανεπιστημιακός, ο οποίος τιμήθηκε χθες, Τετάρτη, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με το βραβείο Ζαχάροφ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, εξακολουθεί να είναι εν ζωή.
Ο 50χρονος πρώην καθηγητής Οικονομίας στο Πεκίνο καταδικάστηκε το 2014 στην Κίνα σε ισόβια κάθειρξη μετά τη δίκη του, η οποία προκάλεσε την αγανάκτηση ξένων κυβερνήσεων και διεθνών οργανώσεων.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τίμησε στα τέλη Οκτωβρίου με το βραβείο Ζαχάροφ για τα ανθρώπινα δικαιώματα τον διανοούμενο και ζήτησε την άμεση απελευθέρωσή του.
Χθες η κόρη του, η Τζουχέρ Ιλάμ, η οποία παρέλαβε εκ μέρους του στο Στρασβούργο το βραβείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δήλωσε στο AFP ότι δεν γνωρίζει “καν αν εξακολουθεί να ζει” ο πατέρας της, καθώς η τελευταία φορά που τον επισκέφθηκε κάποιο μέλος της οικογένειάς τους ήταν το 2017.
Σε ερώτηση που του έγινε για το θέμα αυτό, ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών Γκενγκ Σουάνγκ αρνήθηκε να απαντήσει με σαφήνεια στο ερώτημα αυτό ενώπιον δημοσιογράφων.
“Αυτό που γνωρίζω είναι ότι ο Ιλάμ Τότι είναι ένας εγκληματίας που έχει καταδικαστεί από κινεζικό δικαστήριο σύμφωνα με τον νόμο”, δήλωσε ο Γκενγκ, σημειώνοντας ότι “δεν γνωρίζει” το βραβείο Ζαχάροφ.
Το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών είχε ωστόσο αντιδράσει έντονα τον Οκτώβριο στην απονομή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του βραβείου αυτού στον Ιλάμ Τότι.
Ο Γκενγκ δήλωσε επίσης σήμερα ότι ελπίζει να μην προβληθεί “ένας τρομοκράτης”.
Ο διανοούμενος αυτός ανήκει στην εθνότητα των Ουιγούρων, η οποία είναι μουσουλμανική στην πλειονότητά της και αποτελεί τον βασικό πληθυσμό της Σιντζιάνγκ.
Η εκτεταμένη αυτή περιφέρεια της βορειοδυτικής Κίνας αντιμετώπιζε για χρόνια επιθέσεις που αποδίδονταν σε Ουιγούρους μαχητές και πλέον τελεί υπό δραστικό αστυνομικό έλεγχο.
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, ο Τότι δημιούργησε έναν ιστότοπο που δημοσίευε άρθρα για ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα.
Η θέση που είχε πάρει για τη χρήση της κινεζικής γλώσσας και αυτής των Ουιγούρων, η κριτική που είχε ασκήσει σε πολιτικούς ηγέτες ή ακόμη για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι Ουιγούροι στο να βρουν δουλειά, του είχαν στοιχίσει στενή αστυνομική επιτήρηση.
Η δικαιοσύνη του είχε προσάψει επίσης ότι στα μαθήματά του δικαιολογούσε τους δράστες επιθέσεων.
Σύμφωνα με οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ένα εκατομμύριο μουσουλμάνοι κρατούνται ή κρατούνταν σε κέντρα πολιτικής «αναμόρφωσης» στην Σιντζιάνγκ.
Το Πεκίνο αμφισβητεί τον αριθμό αυτόν και κάνει λόγο για “κέντρα επαγγελματικής εκπαίδευσης” που αποσκοπούν στο να απομακρύνουν τον ντόπιο πληθυσμό από τον πειρασμό του εξτρεμισμού.