Ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, έβαλε στο στόχαστρο τις ανεμογεννήτριες και τις μεγάλες εκτάσεις με φωτοβολταϊκά πλαίσια κατά τη διάρκεια προεκλογικής ομιλίας του στη Φλόριντα, αναφερόμενος στη Γερμανία ως παράδειγμα προς αποφυγή.
«Αυτοί (σ.σ. η Γερμανία) γέμισαν τον τόπο με ανεμογεννήτριες, και δεν φύσαγε και τόσος πολύς αέρας», είπε σαρκαστικά ο μεγιστάνας. «Κι αν συνέχισαν αυτή τη διαδικασία, η Γερμανία τώρα μάλλον θα έχει χρεοκοπήσει», πρόσθεσε.
Ο κ. Τραμπ υποστήριξε ότι αυτός ήταν ένας από τους λόγους που αποχώρησε από την καγκελαρία η Άγγελα Μέρκελ, χωρίς να εξηγήσει πώς ακριβώς εξήγαγε το συγκεκριμένο συμπέρασμα. Έπειτα από 16 χρόνια στην ηγεσία της γερμανικής κυβέρνησης, η κεντροδεξιά καγκελάριος αποφάσισε να αποσυρθεί από την πολιτική και εγκατέλειψε το αξίωμα στα τέλη του 2021.
Ο Ντόναλντ Τραμπ τάσσεται εδώ και χρόνια υπέρ της αμφιλεγόμενης μεθόδου της υδραυλικής ρωγμάτωσης (fracking) για την εξόρυξη υδρογονανθράκων, ενώ η Δημοκρατική αντίπαλός του, η αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις, είναι επιφυλακτική. «Η Γερμανία το ξεπέρασε, αφού σχεδόν καταστράφηκε».
Αν και η κυρία Χάρις παλαιότερα τασσόταν εναντίον της μεθόδου fracking, πλέον διαβεβαιώνει ότι δεν θα απαγορεύσει τη χρήση της, κάτι που συνεχίζει να αμφισβητεί ο κ. Τραμπ, με σκοπό να εξασφαλίσει πολιτικούς πόντους, ειδικά στην Πενσιλβάνια, όπου χρησιμοποιείται ευρέως, δύο εβδομάδες πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου.
Ακόμη, ο κ. Τραμπ επέκρινε τις μεγάλες εγκαταστάσεις φωτοβολταϊκών πλαισίων, που είναι «όλο ατσάλι και γυαλί και καλώδια», και μοιάζουν «σαν την κόλαση». Είπε πάντως ότι δεν αντιτίθεται σε μικρότερες εγκαταστάσεις, όπως αυτές σε οροφές σπιτιών.
Παρ’ όλα όσα ισχυρίστηκε ο μεγιστάνας, η Γερμανία συνεχίζει να δίνει τεράστια έμφαση στην αξιοποίηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Σύμφωνα με δεδομένα της Destatis, το 2023 οι αιολικές εγκαταστάσεις συνεισέφεραν σχεδόν 27% και οι φωτοβολταϊκές σχεδόν 12% στο ενεργειακό μίγμα της χώρας, ενώ το πρώτο εξάμηνο του 2024 οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας συνεισέφεραν το 65% του μίγματος, ποσοστό χωρίς ιστορικό προηγούμενο, κατά το ινστιτούτο Fraunhofer.