Εντείνεται το συγκρουσιακό κλίμα μεταξύ Ρώμης και Βρυξελλών μετά τη χθεσινή απόρριψη του ιταλικού προϋπολογισμού από την Κομισιόν, η οποία καλεί την ιταλική κυβέρνηση να αναθεωρήσει τον οικονομικό της σχεδιασμό.
Χθες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε διορία τριών εβδομάδων στην Ιταλία προκειμένου να προχωρήσει σε αλλαγές στο προσχέδιο προϋπολογισμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόφαση της Κομισιόν να απορρίψει έναν εθνικό προϋπολογισμό δεν έχει προηγούμενο. Ποιοι είναι όμως οι λόγοι της σκληρής αυτής στάσης των Βρυξελλών έναντι της Ρώμης; Είναι δικαιολογημένοι οι φόβοι που εκφράζονται για έναν επικίνδυνο εκτροχιασμό των δαπανών; Όπως εκτίμησε μιλώντας προς τη Γερμανική Ραδιοφωνία Deutschlandfunk o γερμανός οικονομολόγος Γενς Ζύντεκουμ:
«Η παρούσα κατάσταση στην Ιταλία δεν είναι τόσο προβληματική όσο ενδεχομένως φαίνεται. Σε καμία περίπτωση δεν συγκρίνεται με την κατάσταση στην Ελλάδα πριν από δέκα χρόνια. Μπορεί η Ιταλία να έχει αυτό το υψηλό χρέος της τάξης του 130% επί του ΑΕΠ, ωστόσο το έχει κληρονομήσει. Τα προβλήματα αυτά δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του ’80 και ’90 και ως εκ τούτου έχουν μεταφερθεί στην νυν κυβέρνηση. Τα τελευταία χρόνια όμως η Ιταλία έχει εμπορικό αλλά και πρωτογενές πλεόνασμα.
Εξαιρώντας τους καταβαλλόμενους τόκους δηλαδή, τα έσοδα είναι υψηλότερα από τα έξοδα. Οι δε τόκοι δεν είναι τόσο υψηλοί σε σύγκριση με άλλες χώρες. Μιλάμε για περίπου το 8% του ΑΕΠ που πρέπει να καταβάλλει ετησίως το ιταλικό κράτος για την πληρωμή τόκων. Δεν είναι περισσότερα από την Μεγάλη Βρετανία ή την Ισπανία και σε καμία περίπτωση δεν συγκρίνεται με αυτά που είδαμε στην Ελλάδα ή σε άλλες περιπτώσεις. Υπό αυτή την έννοια χρειάζεται λοιπόν μια πιο νηφάλια προσέγγιση και να μην τονίζουμε τον κίνδυνο κρίσης που στην παρούσα φάση δεν υφίσταται».
Πόσο σοφοί είναι οι Οίκοι Αξιολόγησης;
Πώς σχολιάζει όμως ο οικονομολόγος το γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα ανεβαίνουν συνεχώς τα επιτόκια δανεισμού; «Έχουμε τα κριτήρια του Μάαστριχτ που λένε ότι το συνολικό χρέος δεν επιτρέπεται να ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ. Οι Οίκοι Αξιολόγησης είναι πολύ αυστηροί σε αυτό. Μόλις διαπιστώνεται η παραμικρή απόκλιση, οδηγούνται αυτομάτως στο συμπέρασμα ότι υπάρχει πρόβλημα με τη βιωσιμότητα του χρέους, ακολουθεί η υποβάθμιση (της πιστοληπτικής ικανότητας) και η αύξηση των επιτοκίων.
Τα αυξανόμενα επιτόκια οδηγούν σε πραγματικά προβλήματα και εν τέλει ορίζεται άρρωστος ένας ασθενής, ο οποίος αν κρίνει κανείς από τα αμιγώς οικονομικά δεδομένα δεν είναι τελικά τόσο άρρωστος. Από την εποχή της οικονομικής κρίσης γνωρίζουμε ότι οι αξιολογήσεις των οίκων δεν είναι προϊόν ανώτερης σοφίας».
Όλα αυτά βέβαια δεν σημαίνουν ότι η Ιταλία είναι άμοιρη ευθυνών, επισημαίνει ο γερμανός οικονομολόγος. Ο ίδιος συνοψίζει στα εξής τα σημαντικότερα προβλήματα της χώρας:
«Τα μακροπρόθεσμα διαρθρωτικά προβλήματα στα οποία οφείλεται και η χαμηλή ανάπτυξη του παρελθόντος είναι οι κακές υποδομές, το κακό εκπαιδευτικό σύστημα, τα προβλήματα του τραπεζικού και οικονομικού τομέα που δυσχεραίνουν τη δανειοδότηση των νέων επιχειρήσεων.
Σε αυτά τα πεδία θα έπρεπε να δαπανηθούν περισσότερα χρήματα. Το ιταλικό κράτος όμως επενδύει στην κατανάλωση και αυτό εκτιμώ πως είναι ο λάθος δρόμος. Οι Βρυξέλλες θα πρέπει να βρουν έναν συμβιβασμό, όχι όμως εν είδει δασκαλίστικων απαιτήσεων».
Πηγή: Deutsche Welle