«Μια ζώνη, ένας δρόμος» ονομάζεται το φιλόδοξο πρότζεκτ της Κίνας για το νέο Δρόμο του Μεταξιού. Στόχος της επίσκεψης Σι Τζινπίνγκ στη Ρώμη είναι η προσχώρηση της Ιταλίας στο κινεζικό πρόγραμμα επενδύσεων.
Ο πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ φτάνει στη Ρώμη σε μια ιδιαίτερη χρονική συγκυρία. Η Κίνα βρίσκεται σε εμπορικό διένεξη με τις ΗΠΑ, ενώ μόλις πρόσφατα ολοκλήρωσε τις εργασίες της η εξαντλητική για πολλούς Λαϊκή Εθνοσυνέλευση στο Πεκίνο. Από την άλλη πλευρά η Ιταλία αναμένεται να γίνει το πρώτο μέλος των G7 αλλά και η πρώτη μεγάλη χώρα της ΕΕ που θα κλείσει συμφωνίες με την Κίνα στο πλαίσιο του μεγαλεπήβολου κινεζικού επενδυτικού πρότζεκτ, τον «νέο Δρόμο του Μεταξιού». Οι κινήσεις της Ιταλίας και η νέα προσέγγιση με την Κίνα προβληματίζουν έντονα εδώ και καιρό τις Βρυξέλλες.
Στο μεταξύ στις 9 Απριλίου έχει προγραμματιστεί η Σύνοδος ΕΕ-Κίνας με θέμα το νέο Δρόμο του Μεταξιού. Ωστόσο η Ιταλία φαίνεται να μη θέλει περιμένει μέχρι τότε. Προσβλέπει σε κινεζικές επενδύσεις δισεκατομμυρίων το γρηγορότερο δυνατό. Τις προειδοποιήσεις των ΗΠΑ ότι οι κινεζικές επενδύσεις δεν θα δημιουργήσουν πλεονεκτήματα για τους Ιταλούς πολίτες, δεν φαίνεται να συμμερίζεται πάντως η ιταλική κυβέρνηση λαϊκιστών, η οποία έχει διαφορετική άποψη.
Μια νέα εμπορική σχέση αναδύεται
Το κινεζικό επενδυτικό σχέδιο που επίσημα φέρει τον τίτλο «Μια ζώνη, ένας δρόμος» (Βelt and Road) εστιάζει κυρίως σε επενδύσεις σε υποδομές: δρόμους, λιμάνια, σιδηροδρομικές συνδέσεις, αεροδρόμια, τηλεπικοινωνίες. Η Ρώμη θέλει θα επωφεληθεί, ιδίως αν λάβει κανείς υπόψη ότι η οικονομία της αναπτύσσεται αργά και παρουσιάζει ελλείψεις στον τομέα των υποδομών.
Για το λόγο αυτό η ιταλική κυβέρνηση θέλει να υπογράψει το ερχόμενο Σάββατο μνημόνιο συνεργασίας με την Κίνα, ώστε να επωφεληθεί από τα γεωστρατηγικά πλάνα της Κίνας με την ελπίδα ότι η Κίνα θα εγγυηθεί τις εισαγωγές περισσότερων προϊόντων «made in Italy». «Τίποτα όμως από όλα αυτά δεν είναι ξεκάθαρα στο κείμενο της συμφωνίας» αναφέρει ο Νικόλα Kαζαρίνι, ειδικός σε θέματα Κίνας από τη δεξαμενή σκέψης ΙΑΙ.
Την ίδια ώρα Βρυξέλλες, Βερολίνο και Ουάσιγκτον διατηρούν επιφυλάξεις, ενώ διπλωμάτες διαβλέπουν μια τάση της Κίνας να ξαναμοιράσει την παγκόσμια τράπουλα, επωφελούμενη από την παραίτηση των ΗΠΑ του Τραμπ από τον ρόλο της παγκόσμιας υπερδύναμης. Η Κίνα λοιπόν επιδιώκει να γεμίσει το κενό που αφήνουν οι Αμερικανοί.
Εντούτοις από τα φιλόδοξα επενδυτικά της σχέδια λείπει η διαφάνεια, δεν πληρούνται διεθνείς κανόνες, περιβαλλοντικά στάνταρντ και κανόνες αποφυγής του αθέμιτου διεθνούς ανταγωνισμού, ούτε γίνονται ανοιχτές προκηρύξεις διαγωνισμών. Βέβαια όλα τα παραπάνω θα έπρεπε να ισχύουν για μια χώρα της ΕΕ, όπως η Ιταλία. Από την πλευρά του ο πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε δηλώνει ότι η Ιταλία δεν έχει να φοβάται κάτι από την Κίνα, ως ήδη αναπτυγμένη οικονομικά χώρα.
Ο αντιπρόεδρος της ιταλικής κυβέρνησης και υπ. Βιομηχανίας Λουίτζι ντι Μάιο διαβεβαιώνει επίσης ότι η Ιταλία δεν θέλει να δημιουργήσει νέους συμμάχους, βάζοντας στην άκρη ιστορικούς εταίρους της. Ωστόσο στην Κίνα η ιταλική κυβέρνηση διαμηνύει ότι βλέπει νέες ευκαιρίες για την τόνωση των ιταλικών εξαγωγών.
Επιφυλάξεις και εντός της ιταλικής κυβέρνησης
Βέβαια και εντός της ιταλικής κυβέρνησης δεν λείπουν οι φωνές που βλέπουν με σκεπτικισμό το όλο εγχείρημα. Έτσι ο επίσης αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπ. Εσωτερικών Ματέο Σαλβίνι τονίζει ότι οι κινήσεις πρέπει να είναι προσεκτικές και ότι η Ιταλία δεν επιδιώκει να γίνει «κινεζική αποικία».
Υπογραμμίζει επίσης ότι σε όποια μελλοντική επένδυση σε βασικές υποδομές, όπως λιμάνια ή σιδηροδρόμους, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι ο έλεγχος θα ανήκει σε ιταλικά χέρια. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι πέρα από την Ιταλία και άλλες 100 χώρες έχουν υπογράψει αντίστοιχες «δηλώσεις προθέσεων» με την Κίνα στο πλαίσιο του νέου Δρόμου του Μεταξιού.
Πρόκειται όμως κυρίως για φτωχές χώρες, που δεν προσελκύουν έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον. Πάντως και σε διεθνές επίπεδο πολλοί βλέπουν τον νέο Δρόμο του Μεταξιού σαν έναν κινεζικό δούρειο ίππο με στόχο την άσκηση επιρροής, οικονομικής αλλά και πολιτικής, σε πολλές περιοχές του πλανήτη.
Πηγή: Deutsche Welle