Πάνω από 10 δις ευρώ αποφέρει ετησίως ο λεγόμενος εκκλησιαστικός φόρος τον οποίο επιβάλλουν οι μεγάλες εκκλησίες στη Γερμανία. Παρά ταύτα οι ανώτεροι κληρικοί συνεχίζουν να πληρώνονται από το δημόσιο.
Εδώ και 200 και πλέον χρόνια οι εκκλησίες στη Γερμανία λαμβάνουν τακτική αποζημίωση από τα κρατικά ταμεία για τη δήμευση εκκλησιαστικής περιουσίας που έγινε στις αρχές του 19ου αιώνα. Με τα χρήματα αυτά που κυμαίνονται ετησίως στα 500 περίπου εκατομμύρια ευρώ πληρώνονται οι μισθοί ανώτερων κληρικών, όπως επισκόπων, αρχιεπισκόπων και καρδιναλίων. Συνεπώς όλοι οι φορολογούμενοι στη Γερμανία (και όχι μόνον τα μέλη εκκλησιών που καταβάλλουν τους αντίστοιχους εκκλησιαστικούς φόρους) πληρώνουν τους ιδιαίτερα παχυλούς μισθούς ανώτερων κληρικών. Οι μηνιαίες απολαβές ενός επισκόπου ξεκινούν από τις 8.000 ευρώ και μπορεί να φτάσουν και τις 13.000 ευρώ.
Οι «απλοί» ιερείς, αντίθετα, αμείβονται από τις επισκοπές ή τις ενορίες στις οποίες ανήκουν. Όπως εξηγεί ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Βόννης Λάζαρος Μηλιόπουλος, εξειδικευμένος στο θέμα των σχέσεων πολιτείας και εκκλησίας, οι επισκοπές χρηματοδοτούνται από τον εκκλησιαστικό φόρο τον οποίο έχουν δικαίωμα να επιβάλλουν εκείνες οι εκκλησίες που αναγνωρίζονται ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις είναι πολύ αυστηρές, ο αριθμός των εκκλησιών που αναγνωρίζονται ως ΝΠΔΔ και έχουν το δικαίωμα επιβολής εκκλησιαστικού φόρου είναι μικρός. Εκτός από την Ευαγγελική και την Καθολική Εκκλησία, χρήση της δυνατότητας επιβολής εκκλησιαστικού φόρου κάνουν η Παλαιοκαθολική Εκκλησία, οι Ελεύθερες Θρησκευτικές Κοινότητες, οι Ελεύθεροι Προτεστάντες και οι εβραϊκές κοινότητες. Σύμφωνα με τον κ. Μηλιόπουλο υπάρχουν και άλλες κοινότητες που πληρούν μεν τα κριτήρια αναγνώρισης ως ΝΠΔΔ, αλλά οικειοθελώς δεν κάνουν χρήση του δικαιώματος είσπραξης φόρων. Μεταξύ αυτών και η Ελληνορθόδοξη Ιερά Μητρόπολη της Γερμανίας.
Υψηλές εισφορές παρά τις αποχωρήσεις μελών
Ο εκκλησιαστικός φόρος ανέρχεται στο 9% επί του φόρου εισοδήματος και εισπράττεται απευθείας από τις εφορίες οι οποίες και τον εμβάζουν στις εκκλησίες. Για το «σέρβις» αυτό το γερμανικό δημόσιο παρακρατεί από 2% έως 4,5% του εισπραχθέντος φόρου. Παρά τις χιλιάδες αποχωρήσεις μελών των δυο μεγάλων εκκλησιών τα τελευταία χρόνια (όχι τόσο λόγω του φόρου, αλλά εξαιτίας των σκανδάλων σεξουαλικής κακοποίησης), τα περίπου 45 εκατομμύρια μέλη της Ευαγγελικής και της Καθολικής Εκκλησίας στη Γερμανία κατέβαλαν το 2015 εκκλησιαστικούς φόρους συνολικού ύψους 11 δισεκατομμυρίων (!) ευρώ.
Τα τρία τέταρτα των χρημάτων αυτών καλύπτουν τα έξοδα μισθοδοσίας για ιερείς (μισθοί μεταξύ 3.700-4.500 ευρώ), εκπαιδευτικούς και παιδαγωγούς (λ.χ. για καθολικά νηπιαγωγεία και σχολεία) καθώς και διοικητικό προσωπικό (διακονιών, νοσοκομείων κ.α.). Τα υπόλοιπα χρήματα δαπανώνται, μεταξύ άλλων, για ανέγερση και συντήρηση σχολείων, εκκλησιών κ.α. Με τον εκκλησιαστικό φόρο δηλαδή, οι εκκλησίες χρηματοδοτούν ως επί το πλείστον το δικό τους έργο και τις δικές τους (υπο-)δομές.
Σκάνδαλα αλλά και υγιή οικονομικά
Εν συγκρίσει με άλλες χώρες, οι εκκλησίες της Γερμανίας μπορούν να θεωρηθούν ιδιαίτερα εύπορες. Και αυτό διότι δραστηριοποιούνται σε μια πλούσια χώρα. Μια καλή οικονομική συγκυρία ευνοεί αυτομάτως και τις εκκλησίες αφού η μείωση της ανεργίας και η αύξηση της απασχόλησης αυξάνουν τα φορολογικά έσοδα και ακολούθως τους εκκλησιαστικούς φόρους.
Τα δυσθεώρητα ποσά που διαχειρίζονται τις καθιστά βέβαια ευάλωτες και σε οικονομικά σκάνδαλα και υποθέσεις κακοδιαχείρισης. Παρά ταύτα μέχρι και σήμερα τα οικονομικά των εκκλησιών στη Γερμανία θεωρούνται ιδιαίτερα υγιή.
Πηγή: DW