Ζούμε σε μια εποχή όπου τα περιστατικά νεανικής παραβατικότητας αυξάνονται ανησυχητικά. Αρκεί μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο ή μια ματιά σε κάποιο ειδησεογραφικό site για να συναντήσει κανείς αστυνομικά ρεπορτάζ με πρωταγωνιστές νεαρούς ανθρώπους.
Λέξεις: Κωνσταντίνος-Ραφαήλ Πάγκαλος
Πρόσφατα, η συνδρομητική πλατφόρμα Netflix παρουσίασε την σειρά «Adolescence», ρίχνοντας φως σε διαφορετικές πτυχές του φαινομένου και δίνοντας τροφή για σκέψη σχετικά με τις αιτίες που οδηγούν τους νέους σε παραβατικές συμπεριφορές. Οι παράγοντες είναι πολλοί, από τις σχέσεις με την οικογένεια και τους φίλους, μέχρι την επίδραση του σχολείου και του διαδικτύου.

Η κρίση ταυτότητας που βιώνουν οι έφηβοι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της ηλικίας και συχνά καθορίζει την ψυχοσύνθεσή τους. Η Ψυχολόγος και Ειδικός στη Γνωστική-Συμπεριφορική Θεραπεία, NLP Master Coach, κα. Φωστηρία Αμανατίδου, μίλησε στην Politic για τους λόγους που ωθούν έναν έφηβο στην παραβατικότητα και τα βαθύτερα αίτια πίσω από αυτές τις συμπεριφορές.
Για αρχή, η κα. Αμανατίδου, επισήμανε:
«Η νεανική βία και παραβατικότητα συνδέονται άμεσα με την κρίση ταυτότητας που βιώνουν οι έφηβοι. Με την είσοδο στην εφηβεία, το άτομο αρχίζει να αναζητά τον εαυτό του, να αναρωτιέται ποιος είναι και τι θέλει να γίνει. Αυτή η διαδικασία συνοδεύεται συχνά από ερωτήματα και αμφιβολίες, που ενδέχεται να οδηγήσουν σε κρίση ταυτότητας.
Όταν ο έφηβος δεν βρίσκει ένα υποστηρικτικό περιβάλλον, όπου να νιώθει αποδοχή, κατανόηση και αναγνώριση — και παράλληλα να του δίνεται χώρος να διερευνήσει τι σημαίνει για τον ίδιο αρρενωπότητα ή γενικότερα η προσωπική του ταυτότητα — υπάρχει ο κίνδυνος να εκδηλώσει βίαιες συμπεριφορές. Η έλλειψη αποδοχής και η απόρριψη από το κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον, μπορεί να ενισχύσουν αυτή την τάση.

Καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει και κινείται ο έφηβος — κυρίως η οικογένεια και το σχολείο. Αν το άτομο έχει μάθει να λαμβάνει αποδοχή και αναγνώριση μέσα από τη βία, την επιβολή και την άσκηση εξουσίας, τότε αυτές οι συμπεριφορές μπορεί να παγιωθούν ως στοιχείο της ταυτότητάς του. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα συνεχίσει να τις αναπαράγει, καθώς διαφορετικά φοβάται πως θα απορριφθεί.
Έτσι ξεκινούν ουσιαστικά οι βίαιες συμπεριφορές, οι οποίες αν δεν αντιμετωπιστούν, συχνά συνοδεύουν το άτομο μέχρι την ενηλικίωση.
Σχετικά με το φαινόμενο “incel” και την μισογυνιστική συμπεριφορά των εφήβων
Η κα. Αμανατίδου, επισήμανε πως στο πλαίσιο της σύγχρονης νεανικής παραβατικότητας, ξεχωριστή θέση καταλαμβάνει το φαινόμενο των “incel”, μια επικίνδυνη υποκουλτούρα που συνδέει την αρρενωπότητα με τη βία και τον μισογυνισμό:
«Στο πλαίσιο της νεανικής βίας και παραβατικότητας, ανήκει και το φαινόμενο των “incel” – που είδαμε στη σειρά “Adolescence” -, όπου εκδηλώνονται ακραίες μορφές μισογυνισμού, στηριγμένες σε στερεότυπα γύρω από τα φύλα και την έμφυλη βία. Η βία, άλλωστε, συνδέεται άμεσα με τις αντιλήψεις που υπάρχουν σχετικά με το τι σημαίνει “αρρενωπότητα” και ποιος θεωρείται ο “ρόλος” της γυναίκας στην κοινωνία.

Όταν ένας έφηβος ταυτίζει την αρρενωπότητα με τη δύναμη, τον αυταρχισμό, την κυριαρχία και την επιβολή απέναντι στο άλλο φύλο, αυτό ενισχύει και αναπαράγει τη βία. Στην πραγματικότητα, απουσιάζει η ενσυναίσθηση, ένα στοιχείο που δυστυχώς αποδυναμώνεται ακόμη περισσότερο από την επιρροή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Οι εικόνες που προβάλλονται καθημερινά στα social media εστιάζουν στην εξωτερική εικόνα και απορρίπτουν τη συναισθηματική ευαλωτότητα.
Όταν η αρρενωπότητα ταυτίζεται με την εξουσία και την επιβολή, στερείται από τον έφηβο άνδρα το δικαίωμα να είναι ευάλωτος και να εκφράζει τα συναισθήματά του. Εκεί ακριβώς παρεμβαίνουν τα στερεότυπα που μεταδίδονται από γενιά σε γενιά. Πολλές φορές, οι πατρικές φιγούρες μεγαλώνουν τα αγόρια με αντιλήψεις όπως: “δεν πρέπει να δείχνεις τα συναισθήματά σου, γιατί είναι αδυναμία”, “δεν πρέπει να κλαις, πρέπει να είσαι δυνατός”. Αυτές οι νοοτροπίες αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία θεμελιώνεται η βία και διαιωνίζονται οι δυσλειτουργικές συμπεριφορές.

Τέλος, η κα. Αμανατίδου αναφέρθηκε στον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζουν το οικογενειακό και το σχολικό περιβάλλον στην πρόληψη και αποτροπή παραβατικών συμπεριφορών.
«Η αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων ξεκινά από τη διαπαιδαγώγηση απαλλαγμένη από έμφυλα στερεότυπα. Τα πρώτα και σημαντικότερα πρότυπα για έναν έφηβο είναι οι γονείς του. Αν από την παιδική του ηλικία δεν λάβει καθοδήγηση, προστασία, στοργή, φροντίδα και αποδοχή, τότε μεγαλώνοντας θα αντιδράσει με απόσταση και αποστασιοποίηση. Η επιθετικότητα, σε αυτές τις περιπτώσεις, λειτουργεί ως μια κραυγή αγωνίας. Είναι η προσπάθεια του εφήβου να αναγνωριστεί και να λάβει την αποδοχή που δεν βρήκε με άλλους τρόπους — και τελικά εκφράζεται μέσα από τη βία.
Η πρόληψη είναι το πιο ουσιαστικό βήμα για την αντιμετώπιση της νεανικής βίας. Δεν αρκεί μόνο η καταστολή και η τιμωρία των παραβατικών συμπεριφορών· χρειάζεται να δοθεί έμφαση στο βαθύτερο αίτιο και στην ψυχοεκπαίδευση, τόσο των παιδιών όσο και των γονιών. Οι γονείς οφείλουν να γνωρίζουν τον ρόλο τους και να μαθαίνουν πώς να μεγαλώνουν τα παιδιά τους, προσφέροντάς τους όλα τα απαραίτητα εφόδια για μια υγιή και ισορροπημένη ψυχοσωματική ανάπτυξη.

Παράλληλα, σημαντικό ρόλο έχει και το σχολείο, το οποίο θα πρέπει να εντάξει στην εκπαιδευτική διαδικασία θεματικές γύρω από την έμφυλη ταυτότητα, την ενσυναίσθηση και τη διαχείριση των συγκρούσεων. Όλα αυτά πρέπει να λειτουργούν σε επίπεδο πρόληψης. Γιατί η καταστολή και η τιμωρία βάσει των νόμων είναι μεν αναγκαίες όταν προκύπτουν παραβατικές συμπεριφορές, αλλά δεν αρκούν από μόνες τους.»
Αυτό που λείπει, όπως τονίζει η ψυχολόγος Φωστηρία Αμανατίδου, είναι «μια διαπαιδαγώγηση που εστιάζει στα παιδιά. Στη σύγχρονη πραγματικότητα, οι γονείς λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων απουσιάζουν για πολλές ώρες και, συχνά, τα παιδιά στρέφονται στα κινητά, στα τάμπλετ και στο διαδίκτυο για συντροφιά και καθοδήγηση. Έτσι δημιουργείται ένα κενό. Και όταν αυτό το κενό συνδυάζεται με το περιβάλλον του σχολείου, όπου ο έφηβος προσπαθεί να ενταχθεί, συχνά μέσω επίδειξης δύναμης και αυταρχικής συμπεριφοράς, τότε η βία ενισχύεται.

Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι να δημιουργήσουμε δομές και σχέσεις που να προσφέρουν αποδοχή, καθοδήγηση και ουσιαστική επικοινωνία στους εφήβους — και αυτό είναι ευθύνη τόσο της οικογένειας όσο και του σχολείου.»