«Η αφαίρεση της ζωής μιας γυναίκας λόγω του φύλου της δεν χαρακτηρίζεται πάντα νομικά ως ανθρωποκτονία. Για παράδειγμα μερικές φορές μπορεί να χαρακτηριστεί ως επικίνδυνη σωματική βλάβη που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο».
Ευρεία συζήτηση άνοιξε εκ νέου αναφορικά με την κοινωνική αλλά και νομική κατοχύρωση του όρου γυναικοκτονία με αφορμή την άγρια δολοφονία της 28χρονης Κυριακής από τον πρώην σύντροφό της έξω από το αστυνομικό τμήμα των Αγίων Αναργύρων το βράδυ της Δευτέρας (1/4).
Ρεπορτάζ: Βαλάντου Γιαννακούδη
Πρόκεται για ένα μείζον θέμα που απασχολεί τον δημόσιο διάλογο, ειδικότερα όταν η επικαιρότητα φέρει έμφυλα εγκλήματα στο προσκήνιο. Ωστόσο το ζήτημα φαίνεται πως εξακολουθεί να διχάζει με τους επικριτές της κατοχύρωσης του όρου να υποστηρίζουν μεταξύ άλλων πως η «ανθρωποκτονία» επαρκεί ως όρος για να συμπεριλάβει και αυτά τα εγκλήματα και δεν υπάρχει λόγος για μια τέτοια διάκριση. Στον αντίποδα παρατίθενται επιχειρήματα που εδράζονται στα έμφυλα αίτια του εγκλήματος καθιστώντας τη γυναικοκτονία το αποκορύφωμα της πατριαρχιάς και άρα δίνοντας κοινωνικές διαστάσεις στο έγκλημα.
Μιλώντας πιο συγκεκριμένα για τη νομική κατοχύρωση του όρου η δικηγόρος και συνεργάτρια του Κέντρου Γυναικείων Ερευνών και Μελετών Διοτίμα, Δήμητρα Λάτσιου ανέφερε αρχικά στην POLITIC πως «τα τελευταία χρόνια ιδίως μετά την υπόθεση της Ελένης Τοπαλούδη, έχει ανοίξει ο διάλογος για το θέμα αυτό και σε νομικό επίπεδο. Υπάρχουν δηλαδή καθηγητές πανεπιστημίου και νομικοί οι οποίοι ζητάνε την κατοχύρωση του όρου και ο βασικός λόγος είναι ότι το νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει αυτή τη στιγμή στη χώρα μας δεν περιλαμβάνει την έμφυλη διάσταση όταν μιλάμε για την αφαίρεση της ζωής μιας γυναίκας για λόγους που σχετίζονται με το φύλο της», ενώ παράλληλα ξεκαθάρισε πως η θέση του Κέντρου Διοτίμα είναι υπέρ της κατοχύρωσης του όρου γυναικοκτονία και νομοθετικα και στον δημόσιο διάλογο επισημαίνοντας παράλληλα η ίδια πως «μέχρι στιγμής στη χώρα μας αυτό έχει τεθεί μόνο από το φεμινιστικό κίνημα».
Ποιοι είναι οι λόγοι κατοχύρωσης του όρου «γυναικοκτονία»
Οι λόγοι για την νομική κατοχύρωση όπως σημείωσε η κα. Λάτσιου είναι πολλοί. Ένας εξ αυτών όπως διευκρινίζει η δικηγόρος είναι πως «η αφαίρεση της ζωής μιας γυναίκας λόγω του φύλου της δεν χαρακτηρίζεται πάντα νομικά ως ανθρωποκτονία. Μερικές φορές μπορεί να χαρακτηριστεί ως επικίνδυνη σωματική βλάβη που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο ή επίσης ως ανθρωποκτονία που τελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής οπότε επιφέρει και άλλη ποινή».
Ακόμη, «πέρα από το συμβολικό επίπεδο, με την κατοχύρωση θα μπορέσει να δοθεί ορατότητα στο πρόβλημα των γυναικοκτονιών στην Ελλάδα και αυτό θα συμβάλλει προκειμένου η Πολιτεία να λάβει πιο συγκροτημένα μέτρα για την αντιμετώπιση του φαινομένου», υπογραμμίζει η κα. Λάτσιου.
Αναφορικά με το αντεπιχείρημα που προτάσσεται η κα. Λάτσιου εξηγεί, πως «ο αντίλογος που ακούγεται είναι ότι η ανθρωποκτονία ούτως ή άλλως τιμωρείται με τη βαρύτερη των ποινών που είναι τα ισόβια. Ωστόσο, πρέπει να έχουμε υπόψιν μας ότι ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση πουθενά δεν υπάρχει η έμφυλη διάσταση των αδικημάτων αυτών μέσα στον Κώδικά μας. Δηλάδη ακόμη και το άρθρο 82Α του ΠΚ (Νόμος 4619/2019) που αφορά τις επιβαρυντικές περιστάσεις δεν αναφέρεται ρητά το φύλο μέσα στα χαρακτηριστικά που αποτελούν επιβαρυντικές περιστάσεις κατά την τέλεση αδικημάτων. Τα χαρακτηριστικά που είναι ήδη κατοχυρωμένα ορίζονται ως η φυλή, το χρώμα, η εθνική ή εθνοτική καταγωγή, οι γενεαλογικές καταβολές, η θρησκεία, η αναπηρία, ο γενετήσιος προσανατολισμός, η ταυτότητα ή τα χαρακτηριστικά φύλου· ωστόσο δεν αναφέρεται το φύλο με την έννοια του κοινωνικού φύλου (gender).
Παράλληλα, η κα. Λάτσιου επιχειρηματολογεί περαιτέρω λέγοντας πως «δεδομένου ότι η πλειοψηφία των γυναικοκτονιών – όπως αυτές καταγράφονται στατιστικά – τελούνται από νυν ή πρώην συζύγους ή συντρόφους, καταλάβουμε ότι οι γυναικοκτονίες στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν προκύπτουν από το πουθενά αλλά αποτελούν συνήθως την κατάληξη μιας βίαιης σχέσης που προϋπήρχε και αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει σύνδεση όλου αυτού που προϋπήρχε με την αφαίρεση της ζωής μιας γυναίκας για να λειτουργήσει ως επιβαρυντικός παράγοντας».
Πώς θα δοθεί ορατότητα στο φαινόμενο
Αυτό που τονίζεται ξεκάθαρα και απόλυτα από κέντρο Διοτίμα μέσω της δικηγόρου είναι πως χρειάζεται να δοθεί επιπρόσθετη έμφαση στην ορατότητα του φαινομένου και όχι να περιστρέφεται διαρκώς η συζήτηση γύρω από τις ποινές. Ειδικότερα, επεξηγεί η κα. Λάτσιου πως «η οργανωμένη Πολιτεία κάθε φορά που δημοσιοποιείται ένα περιστατικό έμφυλης βίας πόσω μάλλον μια γυναικοκτονία απαντάει διαρκώς με την αυστηροποίηση των ποινών. Κατά τη γνώμη μας το μείζον ζήτημα δεν είναι πως θα αυστηροποιηθούν οι ποινές που επιβάλλονται στους δράστες αλλά πως θα αποκτήσει ορατότητα το φαινόμενο και η έμφυλη διάσταση στα νομοθετικά μας κείμενα».
Μάλιστα, κραυγαλέο παράδειγμα της ανάγκης για ορατότητα της έμφυλης βίας είναι, όπως μας αναλύει η κα. Λάτσιου, το γεγονός πως ενώ πολύ πρόσφατα τροποποιήθηκε ο ΠΚ και ο Νόμος 3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, δε μπήκε ούτε μία κουβέντα για την ανθρωποκτονία που τελείται στο πλαίσιο μιας οικογένειας. Επομένως ο Νόμος 3500/2006 παραμένει και μετά την τροποποίηση έμφυλα ουδέτερος. Αυτό είναι πρόβλημα και σίγουρα δε συμβάλει για την αύξηση της ορατότητας».
Χρειάζονται και άλλες ενέργειες πέρα από την κατοχύρωση του όρου «γυναικοκτονία»
Αναφορικά με την πρόσφατη υπόθεση γυναικοκτονίας στους Αγίους Αναργύρους η κα. Λάτσιου τόνισε πως «σε αυτήν την περίπτωση όσα ενημερωτικά σημειώματα και εκπαιδεύσεις και να γίνονται στους αστυνομικούς υπαλλήλους φαίνεται ότι δεν υπάρχουν πρωτόκολλα που να είναι μάλιστα δεσμευτικά. Για παράδειγμα δεν υπάρχουν δεσμευτικά πρωτόκολλα ως προς το πως πρέπει οι αστυνομικοί υπάλληλοι να χειρίζονται περιστατικά έμφυλης βίας και περιπτώσεις γυναικών που ζητάνε τη συνδρομή τους. Ακόμη, οι αστυνομικοί υπάλληλοι θα πρέπει να μπορούν άμεσα να έχουν πρόσβαση σε όλο το ιστορικό της γυναίκας και να τη συνδράμουν προκειμένου να μην έχουμε ανάλογα περιστατικά».
«Άλλα ζητήματα που τα θέτουμε παραδοσιακά ως κέντρο Διοτίμα γιατί αναγνωρίζονται ως ελλείψεις του συστήματος είναι η ανεπάρκεια των κρατικών υπηρεσιών και φορέων για την υποστήριξη των θυμάτων έμφυλης βίας όπως είναι τα συμβουλευτικά κέντρα και οι ξενώνες φιλοξενίας γυναικών», προσθέτει η κα. Λάτσιου.
Το βέβαιο σε κάθε περίπτωση όταν μιλάμε για τροποποιήσεις του ΠΚ είναι πως δεν μεταφράζονται σε αυτόματες αλλαγές παγιωμένων αντιλήψεων της κοινωνίας. Ωστόσο, μπορούν να διευκολύνουν τον δημόσιο διάλογο στο να μιλάμε ανοιχτά για τέτοια ζητήματα αποδίδοντας στα εγκλήματα τις διαστάσεις που τους πρέπουν.