Συνέντευξη στην Δήμητρα Αθανασοπούλου
Ο Θ. Μικρούτσικος μετρά πάντα τη ζωή σε σαββατοκύριακα. Τώρα ίσως περισσότερο από ποτέ. Δεν φοβάται τον καρκίνο -ούτε ως ασθένεια, ούτε σαν λέξη- και στέκεται τόσο όρθιος όσο και οι υπόλοιποι σπουδαίοι που «περπάτησαν μαζί του» (τίτλος της εμβληματικής συναυλίας του καλοκαιριού).
Συναντήσαμε τον Θάνο Μικρούτσικο και αυτήν τη φορά στο σπίτι του στο Μετς. Μέσα στο καταφύγιό του με τα διπλά τζάμια και τα παχιά χαλιά για ευνόητους λόγους, ανάμεσα σε παρτιτούρες και φωτογραφικά ντοκουμέντα. Μιλήσαμε για το χρόνο, την ασθένεια, το θάνατο, τους ποιητές, το εφικτό και το ανέφικτο. Έδειχνε πιο ονειροπόλος -παρά τον πραγματισμό του- από ποτέ. «Η πολιτική συνείδηση του μέσου Έλληνα είναι σε ένα επίπεδο που δεν του επιτρέπει να πάει να βρει την πιο σωστή εκδοχή για τα όνειρά του» είπε στην Politik ενώ αναφερόταν στο στοίχημα της «αυτοπραγμάτωσης που απέτυχε στις ταξικές κοινωνίες» αλλά μπορεί να συμβεί αν το θελήσουμε.
Ο πρώην υπουργός Πολιτισμού μάς ανέλυσε το «φασισμό του χρόνου» και για το πως πρέπει να ακολουθείς τη στιγμή σε προσωπικό επίπεδο για να τον εγκλωβίζεις, στο χαρτί, στη μουσική, στον έρωτα. Συνεχίζει να δηλώνει ΚΚΕ και επιστημονικός τύπος -«μαυροτρυπάς»- παρόλο που έκανε τρεις θρησκευτικούς γάμους και τέσσερα παιδιά. Σέβεται όλες του τις επιλογές αλλά το πρόσωπό του φωτίζεται όταν μιλά για τη Μαρία, την τελευταία του σύζυγο και γυναίκα της ζωής του. Όπως και όταν αναφέρεται στον κόσμο που «αγκάλιασε την περίπτωση του με τρόπο όχι μελό…».
-Η γνώση μιας σοβαρής ασθένειας αλλάζει τη σχέση του ανθρώπου με το χρόνο;
«Η σχέση με το χρόνο δεν άλλαξε. Είχα πάντα συναίσθηση ότι ο χρόνος ήταν λίγος για τους ανθρώπους. Μέχρι να πεις κύμινο, έφτασες στο τέρμα. Αντικειμενικά, ζούμε λίγο. Αν ο μέσος όρος είναι 82 χρόνια, ζούμε όλα κι όλα 4.200 σαββατοκύριακα. Είχα πάντα την αίσθηση λοιπόν πως τρέχει ο χρόνος και αυτό που πάντα προσπαθούσα να κάνω ήταν να “ρουφώ” κάθε δευτερόλεπτο, στη δουλειά μου και στην προσωπική μου ζωή».
-Είναι τόσο εύκολη η διαχείριση του φόβου του θανάτου; Δεν μεταβάλει τις σχέσεις με τα αγαπημένα πρόσωπα;
«Χωρίς να θέλω να κάνω τον έξυπνο και να δίνω συμβουλές γενικού τύπου, εγώ αυτό που λέω και τηρώ είναι να είσαι όρθιος, να μην τα παρατάς και να προσπαθείς να ζεις την καθημερινότητά σου. Αυτό που προσπάθησα να κάνω είναι πιο ουσιαστική την κάθε ημέρα με τους αγαπημένους μου. Αν θυμώσω, δεν το κρατάω πια».
-Δεν θελήσατε να ζήσετε άλλες ζωές -πιο έντονες ενδεχομένως ή έστω εντελώς διαφορετικές- όπως αρκετοί άλλοι που ήρθαν αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο ενός τέλους;
«Εμένα ήταν και είναι τόσο γοητευτική η ζωή μου που δεν χρειάστηκε να θέλω να ζήσω άλλες ζωές. Να άλλαζα δηλαδή τι; Μια ήδη ευτυχισμένη ζωή;»
-Γιορτάσατε με ένα πολύ δημιουργικό τρόπο τα εκατό χρόνια από την Ίδρυση του ΚΚΕ. Με την παρουσίαση της επανέκδοσης της Καντάτας για τη Μακρόνησο στο πλευρό του Δ. Κουτσούμπα
«Μου έγινε η πρόταση να παρουσιάσω σε τρεις παραστάσεις την Καντάτα για τη Μακρόνησο και τη Σπουδή σε ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκι. Αυτό που με προβλημάτιζε είναι το πού θα το παίζαμε. Και ξαφνικά στο Ολυμπιακό γυμναστήριο του Γαλατσίου συνέβη το εξής, κάτι που δεν μου είχε ξανασυμβεί: η απόλυτη σιωπή. Για τα 35 λεπτά που κρατά η καντάτα. Ακούγονταν ψίθυροι ηθοποιών και ένα κλαρινέτο. Κρατούσαμε την αναπνοή μας. Το ίδιο επαναλήφθηκε στην Πάτρα και στη Θεσσαλονίκη. Έτσι κυκλοφόρησε μια έκδοση 60-70 σελίδων απίστευτης αισθητικής. Το ερώτημα το ’75, όταν δούλευα την καντάτα για τη Μακρόνησο, ήταν πως κάνεις αυτό το πράγμα εκείνη την εποχή για κάποιο γεγονός της δεκαετίας του 40 χωρίς να μιμηθείς τις παλαιότερες φόρμες. Και εκεί έκανα κάτι στη λογική των ψαξιμάτων μου. Συνέδεσα δυο διαφορετικούς μουσικούς κόσμους. Έναν κόσμο που ερχόταν από τη σύγχρονη μουσική, θα τη λέμε ατονική μουσική και έναν κόσμο που ερχόταν από τον κόσμο του ελληνικού τραγουδιού. Η σκέψη αυτή είχε ως αποτέλεσμα στα 28 μου χρόνια να κάνω ένα έργο που θεωρήθηκε πως σπρώχνει τα όρια του ελληνικού τραγουδιού και μπορούσε να μπει δίπλα στον Άξιον Εστί του Θεοδωράκη, στις Όρνιθες του Χατζηδάκη.
Να επιστρέψουμε στο σήμερα. Δεν υπάρχει άλλο κόμμα 100 ετών εκτός από το ΚΚΕ στην Ελλάδα. Είναι το πιο ιστορικό κόμμα. Ακόμα και αν κατηγορήσεις το ΚΚΕ πως δεν κυνηγά το εφικτό, δεν δημιουργεί ψευδαισθήσεις στον κόσμο. Και αυτό το εκτιμώ. Όπως εκτιμώ τα πέντε συνέδρια που έκανε φέτος για ποιητές όπως ο Ρίτσος, ο Μαγιακόφσκι, ο Μπρεχτ. Και είναι πολιτικό κόμμα, όχι όμιλος αναζήτησης ιδεών ή καλλιτεχνικό σωματείο! Αλλά εκπαιδεύει τον κόσμο!»
-Μπορεί κανείς να κάνει πολιτική δίχως να επιδιώκει το εφικτό;
«Τι σημαίνει εφικτό; Κοίτα όσους γυρίζουν γύρω από το εφικτό, στην Ιταλία, στη Γερμανία και σε τόσες άλλες χώρες. Τι σημαίνει; Ενσωμάτωση στο σύστημα. Μήπως θα πρέπει να δούμε ποια είναι η πορεία μιας ριζοσπαστικής Αριστεράς; Κοίτα τι γίνεται με όσους πίστεψαν τον Τσίπρα το 2012, το 2015! Μια φίλη μου έλεγε πως αν χαλούν τα υδραυλικά του σπιτιού αλλάζουμε υδραυλικό, δεν γκρεμίζουμε το σπίτι. Δεν γίνεται όμως δουλειά με αλλαγές υδραυλικών. Πως σας φαίνεται ο νέος υδραυλικός;»
-Σε λίγους μήνες οι Έλληνες θα κληθούν λοιπόν να ψηφίσουν «υδραυλικό» ή μήπως μπορούν να διακρίνουν επιτέλους τη δυνατότητα ολικής κατεδάφισης και χτισίματος από το μηδέν;
«Πάντα ο κόσμος εδώ -εκτός από μια-δυο εξαιρέσεις στην ιστορία- ψήφιζε το μη χείρον βέλτιστον. Η πολιτική συνείδηση του μέσου Έλληνα είναι σε ένα επίπεδο που δεν του επιτρέπει να πάει να βρει την πιο σωστή εκδοχή για τα όνειρα του. Το βλέπουμε και εκτός Ελλάδας αυτό. Στην Ιταλία με τον Σαλβίνι. Εδώ σωθήκαμε γιατί οι δικοί μας ακροδεξιοί ήταν ναζιστές».
Για εμένα έκλεισε ο κύκλος της ενασχόλησης με τα κοινά
-Ποια είναι η πολιτική ευθύνη του ΚΚΕ για αυτή την κατάσταση; Δεν μπορεί να μην έχει επειδή απλά και μόνο δεν δημιουργεί ψευδαισθήσεις…
«Το ΚΚΕ καλείται να αναστυλώσει το όνειρο και να δημιουργήσει γοητεία για μια άλλη κοινωνία. Και αυτό δεν το έχει κάνει. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να αυτοπραγματωθεί στις ταξικές κοινωνίες. Το είδαμε πως δεν μπορεί να συμβεί. Και η αυτοπραγμάτωση είναι το στοίχημα του ανθρώπου. Αλλά διαμορφωνόμαστε μέσα σε ταξικά συστήματα. Για να αλλάξει ο άνθρωπος και να αλλάξει εν συνεχεία τον κόσμο χρειάζονται αρκετές γενιές».
-Εσείς δεν έχετε σκεφτεί να ασχοληθείτε ξανά με τα κοινά;
«Για μένα αυτός ο κύκλος έκλεισε. Ακόμα και αν ήμουν υγιής και αν δεν μπαινόβγαινα στα νοσοκομεία, η σχέση μου με τη μουσική και τους δικούς μου ανθρώπους καλύπτουν το 24ωρο μου».
-Πώς αποτιμάτε τη θητεία της Λυδίας Κονιόρδου;
«Είναι τέτοια η κρίση και τέτοια η αδυναμία να ασκήσεις πολιτική που ο χειρότερος ταυτίζεται με τον καλύτερο. Θα μπορούσα να πω 400 πράγματα εναντίον της Κονιόρδου, αλλά θα την αδικούσα».
-Ας επιστρέψουμε στην Καντάτα μέσα από τους ποιητές. Γιατί ξεχωρίζετε επίμονα τον Ρίτσο απ’ όλους τους σπουδαίους;
«Συγκλονίστηκα με τις ιστορίες βασανισμών και δολοφονιών των αριστερών, με τον τρόπο που τα περιγράφει ο Ρίτσος, με τον τρόπο που άφησε τον εαυτό του να φύγει πέρα από τα γεγονότα. Ο Ρίτσος έγραψε τα ποιήματα ενώ ήταν εξόριστος στη Μακρόνησο, αλλά αφήνει περιθώριο στο όνειρο και στη φαντασία για να καλπάσει. Θεωρώ τον Ρίτσο μέγιστο ποιητή, όχι από τους αριστερούς ή κομμουνιστές ποιητές. Τον θεωρώ μέγιστο μαζί με τον Καβάφη και έχω επιχειρήματα. Γιατί δεν υπάρχει το στοιχείο του τόπου και του χρόνου. Τα ποιήματά τους θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί το 500 π.Χ. ή τον 21ο αιώνα. Αυτό είναι το νούμερο ένα κριτήριο μεγαλοσύνης για μένα. Στους άλλους αισθάνεσαι λίγο καθηλωμένος χρονικά και τοπικά. Δεύτερο κριτήριο μεγαλοσύνης είναι πως στην ποίηση του Ρίτσου και στου Καβάφη δεν βρίσκεις συγγενείς πρώτου βαθμού. Στον Σεφέρη βρίσκεις για παράδειγμα τον Έλιοτ. Στον Ελύτη βρίσκεις τον Μαλαρμέ. Στον Ρίτσο πρέπει να πας πολύ πίσω, στους Έλληνες τραγικούς».
-Σε ποια κατηγορία κατατάσσετε τον Μαγιακόφσκι;
«Είναι καθηλωμένος στην εποχή. Παραταύτα πάει και λίγο προς τον Ρεμπώ, προς την ποίηση που δεν έχει τοπικό και χρονικό προσδιορισμό. Λέει “ο στίχος μου τον όγκο των ετών θα σκίσει…”. Αντιπαραθέτει στην τοπικότητα μια δύναμη στίχων».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Politik την Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018